Για τον Ν. Καββαδία.«…χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ…»Η ποίηση του Καββαδία είναι απρόσμενη. Οι λέξεις καιροφυλακτούν κρυμμένες θάλεγε κανείς ανάμεσα στα κύματα, να σε ξαφνιάσουν, να σε φέρουν αντιμέτωπο με το παράξενο, το εξωτικό, το δραματικό.Οι λέξεις στην ποίηση του Καββαδία είναι περίεργες όσο και καθημερινές, δύσκολες όσο και φιλικές. Μοιάζει να ιστορούν ανθρώπους και τόπους μ’ έναν δικό τους τρόπο, με την δική τους μουσική και χρώματα παράξενα. Πορεύονται μαζί στο στίχο αλλά και χώρια. Γεφυρώνουν μακρινούς τόπους μεταξύ τους με μιά άνεση πού κάθε φορά ξαφνιάζει. Η ιστορία γίνεται τόπος και βλέπεις τον Λόρκα δίπλα-δίπλα με το Δίστομο και την Καισαριανή. Του Άλμπορ το φανάρι γίνεται «φωτεινή ρεκλάμα στη Σταδίου».
Υπονόησε πολύ περισσότερα.Κάθε του ποίημα ένας πίνακας, μιά περιπέτεια, μιά κραυγή, μια θύμηση, ένα χαμόγελο, ένα δάκρυ, ένα βλέμμα. Σπαράγματα μνήμης, μοναξιάς και νοσταλγίας.Νοσταλγία με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Τόσο έντονης ώστε κάποτε ξεπερνά και τον ίδιο το θάνατο όταν γράφει:Κάτου στις αχτές της Αφρικής / πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι / και τ’ ωραίο γλυκό της Κυριακής.Μοναξιάς τόσο πυκνής και σχεδόν απόλυτης ώστε γίνεται δεύτερο ρούχο.
Μνήμης πικρής, πού έρχεται απροσκάλεστη στην ποίηση του και τριγυρίζει στους στίχους, σαν μία διαρκής παρουσία, πού δεν την θέλεις αλλά είναι εκεί. Μνήμη που γίνεται σανίδα σωτηρίας που πάνω της αρπάζεται ο ποιητής για να αντέξει καθώς θαλασσοπνίγεται ανάμεσα στην μοναξιά και την νοσταλγία.
Μνήμη που όμως φουντώνει και τα δύο θηριώδη κύματα που τον χτυπάνε αλύπητα, οδηγώντας τον σ ένα κύκλο δίχως αρχή και τέλος.Τον φαντάζομαι στα ατελείωτα ταξίδια του, είτε στη βάρδια είτε όχι, να χάνεται μέσα στον μύθο και την αλήθεια κατά τον Σεφέρη,
«Είναι ένα αξεδιάλυτο μείγμα μύθου και αλήθειας αυτός ο άνθρωπος, καθώς μιλά ψευδίζοντας ή μ’ εκείνο το συρτό τόνο απαγγελίας…»
σε τόπο άγνωστο μισοκρυμμένο σε θολούς ορίζοντες, σε χρόνο που έχει σταματήσει, και εκεί συνυπάρχουν όλα : και ο Λόρκα, και ο Τσε και οι 200 της Καισαριανής και η Fata Morgana, και η Θεσσαλονίκη και οι Ινκας εξω απ’ τη Σκύρο και ο Μοντιλιάνι και ο ίδιος ο ποιητής στη στεριά να νοσταλγεί τη θάλασσα.
Κι εκεί σκύβει και μαζεύει μία-μία τις λέξεις, λέξεις δύσκολες, λέξεις ανυπότακτες, ξένες, λέξεις που δεν στέκονται η μιά κοντά στην άλλη με τίποτα.
Κι αυτός τις κανακεύει
μιλάει αργά λέει ιστορίες
μονολογεί κι αυτές ακούνε
ησυχάζουν
έρχονται στην άκρη της πένας του
πού τρέχει στο χαρτί
μία-μία
ως να γίνουν
στίχος
ρίμα
ποίημα.
μιλάει αργά λέει ιστορίες
μονολογεί κι αυτές ακούνε
ησυχάζουν
έρχονται στην άκρη της πένας του
πού τρέχει στο χαρτί
μία-μία
ως να γίνουν
στίχος
ρίμα
ποίημα.
Στην παρέα που πρίν από αρκετά χρόνια, μαζεύτηκε ένα βράδυ να μιλήσει γιά τον Καββαδία. Η παρέα έγινε μνήμη πιά, αλλά είναι πάντα παρούσα η αγάπη για τον ποιητή.
Ηλέκτρα Αντωνοπούλου-Πανάγου
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου