Οι δύο πλουσιότεροι, ίσως, άνθρωποι στον κόσμο, ο Μπιλ Γκέϊτς κι ο Ουώρεν Μπάφετ κάλεσαν τους άλλους πλούσιους αμερικανούς να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους και να δωρίσουν το ήμισυ της περιουσίας τους σε
φιλανθρωπικά έργα.
φιλανθρωπικά έργα.
Αυτή είναι η νοοτροπία του αμερικάνου καπιταλιστή, που διακατέχεται -κατά τον Μαξ Βέμπερ- από την προτεσταντική ηθική. Δεν είναι ο πλούτος, που σε καταξιώνει. Αλλά η σκληρή εργασία κι η δημιουργία, προϊόν των οποίων είναι το χρήμα. Αλλά το χρήμα δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το μέσον.
Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει για τους Έλληνες πλούσιους, που στην πλειοψηφία τους δεν είναι καπιταλιστές αλλά απέκτησαν τα χρήματά τους μιζάροντας υπουργούς, κυβερνητικούς αξιωματούχους και δημοσίους υπαλλήλους για να παίρνουν τα έργα του Δημοσίου, που εδώ και 30 και πλέον χρόνια είναι κατ’ ουσία ο μοναδικός εργοδότης στην πατρίδα μας.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να στηριχτεί σε αυτή την πολύ μεγάλη και δύσκολη δοκιμασία που περνάει, αν οι πλούσιοι στο σύνολό τους έκαναν το καθήκον τους στον τόπο, όπως ο Γεώργιος Αβέρωφ μετά τη χρεοκοπία του 1893 και την καταστροφή του 1897.
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε το ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλούργησε ο «Αβέρωφ», βοηθώντας τις εθνικές δυνάμεις να κερδίσουν στους Βαλκανικούς Πολέμους και να παραδώσουν την Ελλάδα όση είναι σήμερα. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν από τους πολέμους αυτούς, η Ελλάδα, κι αυτό είναι μια ενδιαφέρουσα ομοιότητα με το σήμερα, είχε διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες, τους πρώτους στη νεώτερη ιστορία το 1896 κι αμέσως μετά είχε υποστεί μια ταπεινωτική ήττα στον πόλεμο με τους Τούρκους το 1897 αλλά και την πτώχευση της οικονομίας της, επί πρωθυπουργίας του Χαριλάου Τρικούπη.
Αυτή η πτωχευμένη και κατεστραμμένη από τον ντροπιαστικό πόλεμο του 1897 χώρα, ανέκαμψε χάρις στην αντίδραση της εθνικής αστικής τάξης, που πραγματοποίησε την Επανάσταση του 1909 αλλά και την γενναιόδωρη χορηγία των μεγάλων ευεργετών.Πετυχημένων, πλούσιων ομογενών στην πλειοψηφία τους -όπως ο Γεώργιος Αβέρωφ, με χρήματα του οποίου ναυπηγήθηκε το ομώνυμο θωρηκτό- που κέρδισαν το χρήμα τους στις πλούσιες κοινότητες του εξωτερικού, στην Οδησό, στην Αγία Πετρούπολη, την Αλεξάνδρεια και το Κάϊρο, την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, αλλά έφεραν τα χρήματά τους από το εξωτερικό στην Ελλάδα. Διαμορφώνοντας κι οικοδομώντας την πατρίδα, που γνωρίζουμε σήμερα.
Δεν είναι τυχαίο ότι άνθρωποι σαν τον Αβέρωφ, τον Τοσίτσα, τον Μπενάκη, τον Αρσάκη, τον Βαρβάκη, τους αδελφούς Ζάππα, τον Συγγρό και τόσους άλλους, άφησαν πίσω τους τόσα κτίσματα, σχολεία, νοσοκομεία, μουσείο, δημόσια κτίρια, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Καλλιμάρμαρο Στάδιο, το Ζάππειο και τόσα άλλα. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί έφερναν τα χρήματα από το εξωτερικό στην πατρίδα, που τόσο αγαπούσαν διότι είχαν εθνική συνείδηση και κοινωνική αγωγή.
Οι σημερινοί πλούσιοι, στην πλειοψηφία τους κι όχι φυσικά στο σύνολό τους, δεν διαθέτουν εθνική συνείδηση, κοινωνική αγωγή, κουλτούρα και παιδεία. Ούτε καν ιστορική γνώση. Σε μεγάλο βαθμό απέκτησαν τα χρήματά τους με αδιαφανή τρόπο. Κι η μοναδική τους έννοια είναι να ζουν πλουσιοπάροχα, με τη χλιδή και την τρυφηλότητα, που τους διδάσκει το σημερινό «λάϊφστάϊλ» της τηλεόρασης και των ανάλογων περιοδικών. Οι άνθρωποι αυτοί, που σήμερα τους έχει ανάγκη η πατρίδα, όσο είχε τον Αβέρωφ και τους άλλους μετά την πτώχευση του 1897, αντί να φέρνουν τα χρήματά τους από το εξωτερικό στο εσωτερικό για να στηρίξουν την δοκιμαζομένη οικονομία της Ελλάδας, αντιθέτως τα εξάγουν στο εξωτερικό μη τυχόν και πτωχεύσει η Ελλάδα και χάσουν τον χλιδάτο τρόπο ζωής τους.
Κι αυτός είναι κατά τη γνώμη μας ο λόγος, που η χώρα αυτή κινδυνεύει. Διότι η θεωρητικά άρχουσα τάξη, αντί να στηρίζει υπονομεύει την εθνική προσπάθεια.
Λέγαμε κι άλλοτε. Αν η χρεοκοπία, που αντιμετωπίζαμε ήταν μόνον οικονομική, ενδεχομένως να μπορούσαμε να την θεραπεύσουμε. Αλλά η χρεοκοπία είναι, κυρίως, κοινωνική. Είναι χρεοκοπία αξιών, ήθους, οραμάτων. Κι αυτός είναι ο λόγος, που μας κάνει να φοβόμαστε για το μέλλον αυτής της κοινωνίας, για το μέλλον των παιδιών μας.
Γιάννης Λοβέρδος
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου