Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Ο εκτοπισμένος στην Μακρόνησο Ευτύχιος Γιαρένης, έλαβε κάποια ημέρα κατά τη διάρκεια της εξορίας του “ένα δέμα” από τη μητέρα του και αυτό “μέσα είχε ένα χονδρό πουλόβερ, πλεγμένο από τα χέρια” της ίδιας. Ο παραλήπτης φόρεσε αμέσως το νέο ρούχο “και φορώντας το απ΄ το μανίκι πετάχτηκε ένα κακογραμμένο απ΄ την ίδια σημείωμα” , το οποίο έγραφε μόνο τη φράση: “Και τα σκυλιά να μην γίνονται μάνες”. Μητρικό κατηγορώ εναντίον της απανθρωπίας.
Ο Ευτύχιος Γιαρένης ήταν πρόσφυγας από την Οινόη (“Νιώτης”) του Οθωμανικού Πόντου και βρισκόταν για δεύτερη φορά στο συγκεκριμένο ξερονήσι. Για πρώτη φορά πάτησε το πόδι του στον ξερότοπο της Μακρονήσου σε παιδική ηλικία, ως “ανταλλάξιμος” πρόσφυγας. Το 1993 εξέδωσε με δικά του έξοδα ένα βιβλίο με τον τίτλο “Αυτούς που δέρνει ο άνεμος”. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, το οποίο συνέταξε κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της σύλληψής του από το διδακτορικό καθεστώς των επίορκων συνταγματαρχών και το εξέδωσε με μερικές προσθήκες μετά από 25 και πλέον χρόνια. Το βιβλίο είναι μια ιστορική μαρτυρία: για όσα συνέβησαν στον Οθωμανικό Πόντο, όσα συνέβησαν στην Ελλάδα, για τον τρόπο πρόσληψης και περιγραφής των γεγονότων, για τους τρόπους ερμηνείας των προσωπικών εμβιώσεων και των ιστορικών συμφραζομένων.
Στη συνέχεια θα παρουσιάσω ένα μέρος από τη συγκεκριμένη βιογραφία του Ευτύχιου Γιαρένη, η οποία αφορά σε μια αποσιωπημένη περιοχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: στη διαδικασία της ανταλλαγής των προσφύγων – ένα από τα θετικά παραποτελέσματα των συζητήσεων γύρω από την υποτιθέμενη γενοκτονία των Ελλήνων του Οθωμανικού Πόντου, είναι ότι σιγά- σιγά ξετυλίγεται δημοσίως το κουβάρι των αποσιωπημένων πλευρών της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, η οποία καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το προσφυγικό ζήτημα. [Βλ. το άρθρο της “Εφημερίδας των Συντακτών”, “Μια αμυγδαλέζα για τους Ποντίους” (και στο Διαδίκτυο)]
Πιάνω το νήμα της αφήγησης του Ευτύχιου Γιαρένη από την στιγμή της επιβίβασης της οικογένειας σε τουρκικό πλοίο στο λιμάνι της Οινόης, μετά την ανακοίνωση της Ανταλλαγής των Πληθυσμών.
Τα γυναικόπαιδα της οικογένειας και ένα “θείος”, που ζούσε, όλα τα χρόνια, κρυφά στο σπίτι ντυμένος γυναίκα, θα ταξίδευαν μόνοι προς τα τέλη Φεβρουαρίου, [για το ταξίδι και τις παρασπονδίες του Τούρκου συνεταίρου βλ. σ. 72 κ.ε.] αρχικά μέχρι την Κωνσταντινούπολη με το τουρκικό πλοίο “Ζαφέρ Μιλή” και από εκεί με ελληνικό προς την Ελλάδα. [σ. 74] Αυτή η >διάσπαση< του ταξιδιού είχε οδυνηρές συνέπειες για τους πληθυσμούς από τις πόλεις του Οθωμανικού Πόντου, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν “σε κάτι τούρκικες αποθήκες στην Πόλη” και εκεί να αποδεκατιστούν (“… και κει να μείνουμε οι μισοί…”), αναμένοντας την έλευση των ελληνικών πλοίων [σ.73] Με την επιβίβαση στο τουρκικό πλοίο τα μέλη της οικογένειας απέκτησαν “ένα καινούργιο όνομα” που θα το μετέφεραν σε όλη τους τη ζωή: πρόσφυγες (“… μουχατσίρ, όπως λένε τον πρόσφυγα στα τουρκικά”). [σ. 85]
“ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ”, γράφει τον καιρό της δικτατορίας ο >εκτοπισμένος< Ευθύμιος Γιαρένης, “είναι μια λέξη, μια έννοια που κρύβει παρά πολλά. Όποιος δεν έζησε το δράμα της προσφυγιάς στο πετσί του, δεν μπορεί να γνωρίζει την τραγικότητα που κρύβει η λέξη αυτή [….] Καταραμένη λέξη, από την οποία δυστυχώς δεν μπόρεσε ακόμα η ανθρωπότητα να απαλλαγεί” [σ. 85]
Το στίγμα του πρόσφυγα καθορίζει και τη συμπεριφορά των άλλων απέναντί του: “είχαμε πλέον βαπτισθεί με το νέο μας όνομα που σέρναμε μαζί μας μισόν αιώνα και πάνω. Έτσι, όποια μεταχείριση και αν υποστείς, δεν είναι παρεξηγήσιμη” [σ. 89] Η προσφυγιά είναι μια πολύ οδυνηρή εμπειρία: “Πρόσφυγες! Όπως και να σου συμπεριφερθούν, δικαιολογούνται. Είναι να μην πάρεις το όνομα αυτό, είναι να μην σε σφραγίσουν με τον τίτλον αυτόν. Είσαι πια νούμερο. Σε μετρούν πλέον με τις εκατοντάδες – με τις χιλιάδες. Τόσες χιλιάδες θα βάλουμε σήμερα σ΄ αυτές τις αποθήκες, τόσες εκατοντάδες θα βάλουμε σ΄ εκείνους τους σταύλους ή τόσες εκατοντάδες θα στιβιάσουμε στο δείνα βαπόρι” [σ. 89]
Η προσφυγική οικογένεια, όπως και χιλιάδες άλλες οικογένειες από τις πόλεις του Οθωμανικού Πόντου, συγκεντρώθηκαν στο “Μπογιατζίκιοϊ», “ >Χρωματοχώρι< στα ελληνικά”, ένα προάστιο, μια περιοχή κοντά στην Κωνσταντινούπολη. [σ. 88] Για την παραμονή τους στο συγκεκριμένο τόπο ενδιάμεσης διαμονής σημειώνει ο Ευτύχιος Γιαρένης: “Στο Μπογιατζίκιοϊ μας έριξαν μέσα σε τεράστιες αποθήκες ή στρατώνες. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η πιο στοιχειώδης καθαριότητα. Αποτέλεσμα, το μικρόβιο του τύφου και άλλες αρρώστιες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν φαρδιά-πλατειά μέσα σ΄ εκείνο το ανθρωπομάνι που άρχισε κιόλας να έχει τα >ευεργετικά< της αποτελέσματα, στέλνοντας στον θάνατο που και που κανένα γέρο στην αρχή, κανένα ασθενικό οργανισμό αργότερα και έπειτα δίχως διάκριση, >όποιον πάρει ο χάρος< που λένε” [σ. 89]. Ο Ευτύχιος Γιαρένης δεν γνωρίζει, δεν ενθυμείται την ακριβή διάρκεια της παραμονής τους σε αυτό το προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το Μπογιατζίκιοϊ, άλλα υπολογίζει ότι η οικογένεια πρέπει να έμεινε εδώ “πάνω από δύο μήνες”. [σ. 89] Οι έγκλειστοι εδώ είχαν τη δυνατότητα να μεταβαίνουν για ψώνια στην Πόλη [σ. 89 κ.ε.], ενώ στο χώρο εμφανιζόταν και “κάτι κυρίες μ΄ένα σταυρό στο χέρι” [σ. 89], οι οποίες “ήσαν του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού” [σ. 89]
Η παραμονή της οικογένειας μέσα “στην αποθήκη μέρα με τη μέρα χειροτέρευε”. Οι κίνδυνοι αυξανόνταν, “ο συνωστισμός, η πείνα, η έλλειψη μέσων καθαριότητας, επιδείνωσαν την κατάσταση και νέες αρρώστιες προστίθονταν [Τ.Ο., έτσι στο πρότυπο]. Όλα σχεδόν τα βρέφη προσβλήθηκαν από μια παιδική αρρώστια που τη λέγανε λοιμό-λοιμική (έτσι τη λέγανε τότε, σήμερα θα έχει άλλη ονομασία)” [σ. 91] Ούτε και ο ίδιος απετέλεσε εξαίρεση σε αυτήν την κατάσταση [σ.91], ενώ ο “φόβος και ο πανικός κατέλαβε τους πρόσφυγες” και οι κυρίες “με το σταυρό στο χέρι” δεν πλησίαζαν κοντά, αλλά “πετούσαν τις γαλέτες απ΄ έξω γιατί φοβόταν μην μολυνθούν” [σ.91]
Η απαγκίστρωση των προσφύγων από το Μπογιατζίκιοϊ καθυστερούσε, η μεταφορά τους προς την Ελλάδα έτρεχε με αργούς ρυθμούς, “ένα βαπόρι την εβδομάδα”, ενώ ταυτοχρόνως τα κάρα μετέφεραν καθημερινώς νεκρούς με αποτέλεσμα να αραιώνουν οι πρόσφυγες και να μειώνεται ο αριθμός τους, με κίνδυνο να μην υπάρχουν στο τέλος καθόλου πρόσφυγες. [Βλ., σ. 91] Τελικώς, η οικογένεια Γιαρένη και οι συγγενείς τους επέστρεψαν στην Ελλάδα με το ατμόπλοιο >Ιόνιον<. Η επιβίβαση των προσφύγων στο πλοίο διήρκεσε “ένα ολάκερο εικοσιτετράωρο…”, ώσπου να “γεμίσουν” τα “τεράστια αμπάρια των πλοίων…”. [σ. 92] Για ένα εικοσιτετράωρο “οι μαούνες πήγαιναν και έρχονταν, γέροι, νέοι και παιδιά, μεταξύ τους και πολλοί ετοιμοθάνατοι”. [σ. 92] Οι αναμνήσεις του Ευτύχιου Γιαρένη και οι κρίσεις του για την συμπεριφορά των Ελλήνων “συμπατριωτών” είναι αρνητικές: “Οι Τούρκοι μας μετέφεραν, κάτω από συνθήκες καλύτερες και συμπεριφορά καλύτερη”. [σ. 92]
Ο Ευτύχιος Γιαρένης επαναλαμβάνει τον αποτροπιασμό, τον οποίο συναντάμε σε πολλές “αφηγήσεις” παλαιών προσφύγων, αναφορικά με τους Ελλαδίτες, που συνάντησαν για πρώτη φορά. Ο αποτροπιασμός αφορά στο υβρεολόγιο που χρησιμοποιούν οι “συμπατριώτες” τους και στη σκαιά συμπεριφορά με την οποία τους αντιμετώπιζαν. [ σ. 92 -Σήμερα αυτό ακούγεται κάπως παράταιρο, γιατί όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Ευτύχιος Γιαρένης, “την κακή αυτή συνήθεια την πήραν μετά και οι πρόσφυγες”, αλλά για τους πληθυσμούς της Ανατολής, που ήταν βαθειά θρησκευόμενοι οι ύβρεις προς τα θεία ήταν κάτι το ασύλληπτο].
Ο νέος κόσμος του ελληνικού πλοίου ήταν εφιαλτικός και “το κατέβασμα στα άγρια αμπάρια ξεπερνούσε τα όρια του τραγικού”. [σ. 92] Στα σπλάχνα του πλοίου κυριαρχούσε ο θάνατος και ο φόβος του θανάτου: “ο τύφος και ποιος ξέρει ποιες άλλες αρρώστιες έκαναν θραύση. Δεκάδες πεθαμένοι κάθε πρωί. Έβγαινε υπηρεσία από τις πιο >γερές< γυναίκες τις πιο >μπρατσωμένες<, αν ήταν δυνατόν να υπάρχουν δυνατές και μπρατσωμένες, και ανέβαζαν τους νεκρούς στο κατάστρωμα. Το πλήρωμα δεν κατέβαινε στα αμπάρια, γιατί φοβόταν τη μόλυνση. >Ουδείς ψόγος<. Εκεί δύο ναύτες του πληρώματος έπιαναν ο ένας απ΄ τη μια πλευρά και ο άλλος απ΄ την άλλη της κουβέρτας. Σήκωναν τον νεκρό ψηλά και με μια συντονισμένη κραυγή >ω!ω!ωπ!<, έριχναν το νεκρό στη θάλασσα. Την κουβέρτα την παρέδιδαν στο συγγενή του νεκρού” [σ. 95]
Αυτό το θέαμα ήταν καθημερινό και ο μικρός Νιώτης - υποκοριστικό των κατοίκων της Οινόης - ανέβαινε στο κατάστρωμα για να δει “το παράξενο θέαμα” και να μεταφέρει τις εικόνες “με την παιδική του αφέλεια” στους δικούς του ανθρώπους, “που ήταν κουλουριασμένοι σε μια γωνιά του αμπαριού”. [σ. 95] Η αφήγηση του μικρού παιδιού “τους προξενούσε ακόμα πολύ τρόμο και ζάρωναν και στριμώχνονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, λες και αυτό θα τους προφύλαγε απ΄ τον κίνδυνο του θανάτου” [σ. 95]. Οι οιμωγές και οι φωνές των γυναικών που έχαναν τα παιδιά τους δημιουργούσαν ανυπόφορη ατμόσφαιρα και ο καπετάνιος για να συνεφέρει την ανθρώπινη μάζα απείλησε ότι θα πετάξει στη θάλασσα, όποιον δημιουργούσε φασαρία [σ. 95] Το πλήθος ησύχασε και “όλα ξετυλίγονταν μουγκά. Βουβή κόλαση τα σπλάχνα του >Ιόνιον<. Είχαν μεταβληθεί σε νεκροταφείο” [σ. 96]
Καθημερινώς υπήρχαν θάνατοι, “αν δεν έφευγε κανένας δικός σου, θα έφευγε κάποιος από δίπλα σου ή παραδιπλανός σου”. [σ. 96] Μια φορά την ημέρα στο κατάστρωμα διένειμαν “μια κουταλιά >σούπα<” και “μια κουταλιά, ένα μαύρο πράγμα, που το λέγανε τσάι, για να δώσουν στους αρρώστους”. [σ. 96] Έξι ολόκληρες μέρες στην θάλασσα και “την έκτη μέρα το πρωί … κάποιος που ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα του καραβιού και σήκωσε το κεφάλι του και είδε μπροστά του βουνά, στεριά, δεν βάσταξε, το φώναξε κάτω με όση δύναμη του απόμενε. >Στεριά, στεριά<. […] Κι όχι >πατρίδα! πατρίδα!<”. [σ.96]
Ο καπετάνιος αντέδρασε στα ξεσπάσματα χαράς και τον ενθουσιασμό, απαίτησε να ανεβάσουν τους νεκρούς, “κι ήταν πάρα πολλοί την τελευταία βραδιά”, κάποιοι ζητούσαν να θάψουν τους νεκρούς τους στη στεριά, αλλά η διαταγή του καπετάνιου ήταν να ακολουθηθεί η γνωστή ρίψη των πτωμάτων στην θάλασσα΄ μια οικογένεια, δίπλα από την οικογένεια Γιαρένη “φρόντισε να κουκουλώσει σε μια γωνιά το πεθαμένο τους μικρό παιδάκι, όμως γρήγορα μαθεύτηκε και…” [σ. 97] Τα πτώματα μεταφέρθηκαν και αραδιάστηκαν στο κατάστρωμα και ύστερα άρχισαν να τα ρίχνουν στο νερό [σ.97] Μετά και τη ρίψη των τελευταίων πτωμάτων άρχισαν να επιβιβάζονται οι πρώτες ομάδες προσφύγων στις μαούνες για να μεταφερθούν στην στεριά, αλλά κατά μακάβριο τρόπο “είχαν σφηνωθεί ανάμεσα στις μαούνες και στο καράβι τα κορμιά των νεκρών και δε λέγανε να ξεκολλήσουν” [σ. 97] Η μετεπιβίβαση και η μεταφορά στην ξηρά διήρκεσε “μέχρι αργά το βράδυ”, ενώ “μερικοί αναγνώριζαν τους δικούς τους [ανάμεσα στα πτώματα που επέπλεαν, Τ.Ο], κατεβαίνοντας τις τεράστιες σκάλες του βαποριού”. [σ. 98]
Το τέλος του ταξιδιού τους κατέληγε σε έναν άνυδρο ξερότοπο καταμεσής στη θάλασσα και το όνομα αυτού: Μακρόνησος. “Έτσι λεγόταν ο τόπος που πρωτόρθαμε στη μάνα γη”, γράφει ο Ευτύχης Γιαρένης και προσθέτει ότι “πουθενά, πουθενά δεν αναφέρεται ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, για εξόντωση. Αυτό είναι μια μαρτυρία για αυτούς που θα γράψουν την μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας την ντροπή εκείνη”. [σ. 98]
Στην Μακρόνησο οι πρόσφυγες από την Οινόη, όπως και χιλιάδες άλλοι, από άλλα μέρη της Μαύρης Θάλασσας, ήλθαν αντιμέτωποι για πρώτη φορά με την ελληνική εξουσία, φέροντας τον “τίτλο του πρόσφυγα”: “… έτσι τους έβλεπαν και οι αρχές και έτσι τους αντιμετώπιζαν, όχι σαν κανονικούς ανθρώπους, αλλά σαν >πρόσφυγες<, έτσι και οι χωροφύλακες. Έτσι και ο καθένας που ερχόταν σε επαφή μαζί τους”. [σ. 100]
Ο μικρός Ευτύχιος Γιαρένης, θα πρέπει να ήταν τότε έξι-επτά ετών, ήλθε και ο ίδιος αντιμέτωπος με τον αυταρχισμό και τη βία της ελληνικής εξουσίας: “Μόλις βγήκαμε στη στεριά, εμένα μου ήρθε να κάνω >κακά μου<, η μάνα μου έβγαλε το παντελονάκι και με υπέδειξε λίγο απόμερα στη θάλασσα. Εκεί με βούτηξε η εξουσία, με τράβηξε δύο γερά σκαμπίλια. Ήταν το πρώτο κακό που της έκανα. Την έχεσα!” [σ. 102]
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»