Θέλω να πω «ευχαριστώ» σε αυτά τα παιδιά


Του Παύλου Τσίμα
Στην ταινία του Γκοντάρ, «με κομμένη την ανάσα», στην τελευταία σκηνή, ο Μπελμοντό, κυνηγημένος από τους αστυνομικούς, στριμωγμένος, κάνει μια κίνηση σαν να τραβάει όπλο, ενώ είναι άοπλος. Και οι σφαίρες των αστυνομικών τον γαζώνουν. Κι όσοι έχουν δει την ταινία έχουν ταυτιστεί με τον Μπελμοντό. Όχι επειδή είναι αθώος (δεν είναι), ούτε επειδή είναι ο ήρωας της ταινίας (και τον αγάπησε η Τζιν Σίμπεργκ), μα γιατί είναι η επιτομή ενός ισχυρού πολιτιστικού συμβόλου που κατάγεται από την εποχή που ο Ιαβέρης κυνηγούσε τον Αγιάννη. Ίσως κι ακόμη παλιότερα. Από τότε που οι φρουροί του Κρέοντα συνόδευαν την Αντιγόνη στην έξοδο.
Είμαστε με τους κυνηγημένους. Όχι με τους διώκτες. Είναι στο πολιτιστικό μας DNA. Τα όργανα της
εξουσίας, με καχυποψία τα αντιμετωπίζουμε. Ιδίως σε μια χώρα σαν την δική μας, όπου μια γενιά που είναι ακόμη ενεργή, η δική μου, πρόλαβε να ζήσει την εποχή όπου για να πάρεις εφημερίδα έπρεπε να πας σε μακρινό περίπτερο, να μην σε ξέρει ο περιπτεράς και να την τυλίξεις σε μια άλλη εφημερίδα, «εθνικώς» αρμόζουσα.
Κι ακόμη χειρότερα την εποχή της χούντας, εποχή σουρεαλιστικής σχεδόν αυθαιρεσίας. Το μεταφέρουμε άθελά μας, το κοινωνούμε και το μεγαλοποιούμε το πολιτιστικό μας στερεότυπο. Και, κατά καιρούς, βρίσκονται αστυνομικοί που κάνουν ό,τι μπορούν για να το ανανεώνουν- θυμηθείτε την σαλονικιά ζαρντινιέρα.
Γι’ αυτό ακριβώς ξαφνιαστήκαμε τόσο, όλοι μας, με την συγκίνηση που προκάλεσε, και μας προκάλεσε, ο θάνατος των δύο παιδιών της ομάδας ΔΙΑΣ. Δεν είχε ξανασυμβεί. Δεν μας είχε ξανασυμβεί, νομίζω. Κι ούτε είχα δει τόσους ανθρώπους να αφήνουν ένα λουλούδι στον τόπο της δολοφονίας αστυνομικών που έπεσαν στο καθήκον.
Ήταν σίγουρα η ηλικία τους. Αυτό το παιδικό πρόσωπο στην φωτογραφία της ταυτότητας. Ο θάνατος των νεότερών μας είναι πάντα το μέγιστο σκάνδαλο. Ήταν ίσως η φρίκη που προκαλεί η ιδέα πως κάποιοι αρματώνονται με καλάσνικοφ για να κλέψουν έναν περιπτερά και κατόπιν τα χρησιμοποιούν για να σκοτώσουν ανθρώπους. Μα ήταν, επίσης, που έχουμε όλοι μια εικόνα για τα παιδιά της ΔΙΑΣ, έτσι όπως τα βλέπουμε, μοναχικούς καβαλάρηδες να τριγυρνούν στις γειτονιές μας.
Μας φαίνονται συμπαθητικοί, επειδή τους νιώθουμε ευάλωτους, εκτεθειμένους πάνω στις (κακοσυντηρημένες, μαθαίνουμε τώρα) μηχανές τους, μας φαίνονται δοσμένοι, αλλόκοτα (για τα ελληνικά μέτρα) αφοσιωμένοι σ’ αυτό που κάνουν.
Κι είναι γι’ αυτό που μου ήρθε να πω ένα ευχαριστώ σ’ αυτά τα παιδιά, για ό,τι έκαναν, αλλά και να ομολογήσω ότι ο ο θάνατός τους με συγκίνησε- κόντρα στο πολιτιστικό στερεότυπο που μας μεγάλωσε.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια