Του Δημήτρη Σεβαστάκη
«Εκτροπή», «παρακράτος», «εγρήγορση για την περιφρούρηση της δημοκρατίας» (!) κ.λπ. Διάφορες δραματοποιημένες ανοησίες εκστομίζονται από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας με πρόφαση τα τηλεοπτικά. Προβεβλημένα στελέχη όπως ο κ. Κουμουτσάκος, ο ίδιος ο πρόεδρός της, εικονογραφούν κάτι εξαιρετικά επισφαλές. Η δημοκρατική συνθήκη με τα κοινοβουλευτικά της χαρακτηριστικά τάχα μου βάλλονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του. Το «παραιτηθείτε» σε νέα εκδοχή. Το γιουρούσι σε νέα έκδοση.
Είναι σίγουρο πως όταν παραποιείς την πραγματικότητα, παραμορφώνεις και τους όρους πολιτικής σύγκρουσης. Αυτό συμφέρει τη Ν.Δ., δηλαδή τον πολιτικό παράγοντα, που δεν έχει θέσεις, που δεν έχει την πολιτική καλλιέργεια να τις διαμορφώσει ή που περιορίζεται στο πρωτόγονο επιχείρημα ότι ο αντίπαλός του (ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή) είναι κακός. Υπό την επιρροή μιας ανεξήγητης εξουσιομανούς βουλιμίας, αστόχαστα εκστομίζονται ανοησίες που περιγράφουν μεν κάτι ανύπαρκτο (την έκπτωση της δημοκρατίας και των κανόνων) αλλά ίσως αποτελεσματικό στη δημιουργία δηλητηρίου. Απρόσεκτο πολιτικό μάρκετινγκ, αφού δεν μπορεί να αναβαθμιστεί σε κτισμένη πολιτική. Εν τούτοις το ερώτημα δεν είναι η πολιτική ρηχότητα και τύφλωση της Ν.Δ. Ούτε καν η υστερία ορισμένων άλλων κομμάτων ή προσώπων - «παραφυάδων» της, που ζώντας μια πολιτική κλιμακτήριο -ένα απίστευτο άγχος πολιτικού αυτοπροσδιορισμού- πλειοδοτούν στο πολιτικό ψεύδισμά της. Το πρόβλημα είναι ότι η ορμητική καταπτωτική πορεία παρασύρει και τους ούτως ή άλλως αδύναμους μηχανισμούς πολιτικής παραγωγής που διαθέτει η πατρίδα μας.
Κατά διαβολική σύμπτωση, τα σημαντικά ερωτήματα εξακολουθούν να τίθενται. Οικονομία, καθημερινότητα, τηλεοπτικά, διαφθορά, κοινωνικές αστάθειες, «ερντογανισμός» στα εξωτερικά. Το διαβρωτικό κλίμα κατάπτωσης εμποδίζει την επινόηση και ανάπτυξη πολιτικών εργαλείων και επιχειρησιακού σφρίγους. Η τόσο πυκνή ύφανση των συνδεόμενων προβλημάτων (όλα παροξύνονται ταυτοχρόνως) δημιουργεί μια αίσθηση ακαμψίας - το άλλο πρόσωπο της αστάθειας. Ο παρατεταμένος οικονομικός μετεωρισμός (παρ' όλες τις δειλές ακτίνες) βάζει σε κρίση μεθοδολογίες, παραδοχές και ιεραρχήσεις. Για παράδειγμα, ο φορολογικός ανταγωνισμός στο εσωτερικό της Ευρώπης (π.χ. από τη Βουλγαρία) είναι ένα είδος μειοδοτικού διαγωνισμού που δημιουργεί ρήγματα στο δίκαιο εργασίας, ρήγματα στην κατανάλωση, αφού και με τους χαμηλότατους μισθούς που δίνει και με τη συγκέντρωση υποφορολογημένων επιχειρήσεων αποξηραίνει ακόμα περισσότερο την ήδη αποδυναμωμένη καταναλωτική και παραγωγική ένταση στον τόπο μας.
Και δεν καταλαβαίνω: αφού η μια χώρα μπορεί να προσφέρει χαμηλότερη φορολογία και αυτό να μη θεωρείται αθέμιτος ανταγωνισμός, γιατί εσύ να μην μπορείς να φορολογήσεις επιπλέον την εισαγωγή προϊόντων κατασκευασμένων στη χώρα-ανταγωνιστή; Γιατί να υπάρχει φορολογική ανισότητα στην παραγωγή και όχι και στην κατανάλωση του προϊόντος; Γιατί να διαμορφώνεται ελεύθερα από εθνικές πολιτικές η φορολόγηση του προϊόντος στην παραγωγή και να μη διαμορφώνεται ελεύθερα επίσης από εθνικές πολιτικές η διακίνηση και κατανάλωση του προϊόντος; Η ιδιότυπη αυτή ομηρεία από μισθολογικά, δικαιϊκά, παραγωγικά, εθνικά «αντιπαραδείγματα»-τρύπες, μαζί με την έκπτωση δικαιωμάτων (αποδομητικό ανταγωνισμό εργασιακού δικαίου), δημιουργεί ζώνες εν τέλει υποπαραγωγής (νεκρές παραγωγικά επικράτειες στις ανταγωνίστριες χώρες) αλλά και ευρείες ζώνες κοινωνικής μειονεξίας: ο άνεργος φθονεί τον εργαζόμενο, ενώ στην ουσία απλώς ζηλεύει τη φιγούρα του εργαζόμενου, την έννοια «εργαζόμενος».
Η έννοια «εργαζόμενος» είναι δελεαστική, ειδικά όταν δεν έχεις χρήματα για τα τσιγάρα σου, όταν καταρρέεις μέσα στη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ο επιθετικός καπιταλισμός (των νεοφώτιστων μάλιστα) χρησιμοποιεί πολύ έντονα την περιφέρεια της έννοιας «εργαζόμενος» για να συμμορφώσει τους μη εργαζόμενους και να μετατοπίσει το αξιολογικό εργαλείο από τη μισθολογική και εργασιακή ποιότητα (που δεν υφίσταται) στην ίδια τη συμβατική «παράσταση» της εργασίας. Έτσι ο φλοιός της έννοιας δυναμώνει, σε αντίθεση με το κενό εσωτερικό της, που αποτελείται από χαμηλό μισθό, ακατάστατο εργασιακό χρόνο, χαμηλές ασφαλιστικές καλύψεις, μηδενική αποταμιευτική δυνατότητα. Μεταμφίεση του πολίτη σε εργαζόμενο, αισθητικοποίηση της εργασιακής ιδιότητας. Δραματικά ερωτήματα υποσκιάζονται από κούφιες νεοδημοκρατικές ρητορικές. Κόμματα του αστικού χώρου, είπατε;
«Εκτροπή», «παρακράτος», «εγρήγορση για την περιφρούρηση της δημοκρατίας» (!) κ.λπ. Διάφορες δραματοποιημένες ανοησίες εκστομίζονται από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας με πρόφαση τα τηλεοπτικά. Προβεβλημένα στελέχη όπως ο κ. Κουμουτσάκος, ο ίδιος ο πρόεδρός της, εικονογραφούν κάτι εξαιρετικά επισφαλές. Η δημοκρατική συνθήκη με τα κοινοβουλευτικά της χαρακτηριστικά τάχα μου βάλλονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του. Το «παραιτηθείτε» σε νέα εκδοχή. Το γιουρούσι σε νέα έκδοση.
Είναι σίγουρο πως όταν παραποιείς την πραγματικότητα, παραμορφώνεις και τους όρους πολιτικής σύγκρουσης. Αυτό συμφέρει τη Ν.Δ., δηλαδή τον πολιτικό παράγοντα, που δεν έχει θέσεις, που δεν έχει την πολιτική καλλιέργεια να τις διαμορφώσει ή που περιορίζεται στο πρωτόγονο επιχείρημα ότι ο αντίπαλός του (ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή) είναι κακός. Υπό την επιρροή μιας ανεξήγητης εξουσιομανούς βουλιμίας, αστόχαστα εκστομίζονται ανοησίες που περιγράφουν μεν κάτι ανύπαρκτο (την έκπτωση της δημοκρατίας και των κανόνων) αλλά ίσως αποτελεσματικό στη δημιουργία δηλητηρίου. Απρόσεκτο πολιτικό μάρκετινγκ, αφού δεν μπορεί να αναβαθμιστεί σε κτισμένη πολιτική. Εν τούτοις το ερώτημα δεν είναι η πολιτική ρηχότητα και τύφλωση της Ν.Δ. Ούτε καν η υστερία ορισμένων άλλων κομμάτων ή προσώπων - «παραφυάδων» της, που ζώντας μια πολιτική κλιμακτήριο -ένα απίστευτο άγχος πολιτικού αυτοπροσδιορισμού- πλειοδοτούν στο πολιτικό ψεύδισμά της. Το πρόβλημα είναι ότι η ορμητική καταπτωτική πορεία παρασύρει και τους ούτως ή άλλως αδύναμους μηχανισμούς πολιτικής παραγωγής που διαθέτει η πατρίδα μας.
Κατά διαβολική σύμπτωση, τα σημαντικά ερωτήματα εξακολουθούν να τίθενται. Οικονομία, καθημερινότητα, τηλεοπτικά, διαφθορά, κοινωνικές αστάθειες, «ερντογανισμός» στα εξωτερικά. Το διαβρωτικό κλίμα κατάπτωσης εμποδίζει την επινόηση και ανάπτυξη πολιτικών εργαλείων και επιχειρησιακού σφρίγους. Η τόσο πυκνή ύφανση των συνδεόμενων προβλημάτων (όλα παροξύνονται ταυτοχρόνως) δημιουργεί μια αίσθηση ακαμψίας - το άλλο πρόσωπο της αστάθειας. Ο παρατεταμένος οικονομικός μετεωρισμός (παρ' όλες τις δειλές ακτίνες) βάζει σε κρίση μεθοδολογίες, παραδοχές και ιεραρχήσεις. Για παράδειγμα, ο φορολογικός ανταγωνισμός στο εσωτερικό της Ευρώπης (π.χ. από τη Βουλγαρία) είναι ένα είδος μειοδοτικού διαγωνισμού που δημιουργεί ρήγματα στο δίκαιο εργασίας, ρήγματα στην κατανάλωση, αφού και με τους χαμηλότατους μισθούς που δίνει και με τη συγκέντρωση υποφορολογημένων επιχειρήσεων αποξηραίνει ακόμα περισσότερο την ήδη αποδυναμωμένη καταναλωτική και παραγωγική ένταση στον τόπο μας.
Και δεν καταλαβαίνω: αφού η μια χώρα μπορεί να προσφέρει χαμηλότερη φορολογία και αυτό να μη θεωρείται αθέμιτος ανταγωνισμός, γιατί εσύ να μην μπορείς να φορολογήσεις επιπλέον την εισαγωγή προϊόντων κατασκευασμένων στη χώρα-ανταγωνιστή; Γιατί να υπάρχει φορολογική ανισότητα στην παραγωγή και όχι και στην κατανάλωση του προϊόντος; Γιατί να διαμορφώνεται ελεύθερα από εθνικές πολιτικές η φορολόγηση του προϊόντος στην παραγωγή και να μη διαμορφώνεται ελεύθερα επίσης από εθνικές πολιτικές η διακίνηση και κατανάλωση του προϊόντος; Η ιδιότυπη αυτή ομηρεία από μισθολογικά, δικαιϊκά, παραγωγικά, εθνικά «αντιπαραδείγματα»-τρύπες, μαζί με την έκπτωση δικαιωμάτων (αποδομητικό ανταγωνισμό εργασιακού δικαίου), δημιουργεί ζώνες εν τέλει υποπαραγωγής (νεκρές παραγωγικά επικράτειες στις ανταγωνίστριες χώρες) αλλά και ευρείες ζώνες κοινωνικής μειονεξίας: ο άνεργος φθονεί τον εργαζόμενο, ενώ στην ουσία απλώς ζηλεύει τη φιγούρα του εργαζόμενου, την έννοια «εργαζόμενος».
Η έννοια «εργαζόμενος» είναι δελεαστική, ειδικά όταν δεν έχεις χρήματα για τα τσιγάρα σου, όταν καταρρέεις μέσα στη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ο επιθετικός καπιταλισμός (των νεοφώτιστων μάλιστα) χρησιμοποιεί πολύ έντονα την περιφέρεια της έννοιας «εργαζόμενος» για να συμμορφώσει τους μη εργαζόμενους και να μετατοπίσει το αξιολογικό εργαλείο από τη μισθολογική και εργασιακή ποιότητα (που δεν υφίσταται) στην ίδια τη συμβατική «παράσταση» της εργασίας. Έτσι ο φλοιός της έννοιας δυναμώνει, σε αντίθεση με το κενό εσωτερικό της, που αποτελείται από χαμηλό μισθό, ακατάστατο εργασιακό χρόνο, χαμηλές ασφαλιστικές καλύψεις, μηδενική αποταμιευτική δυνατότητα. Μεταμφίεση του πολίτη σε εργαζόμενο, αισθητικοποίηση της εργασιακής ιδιότητας. Δραματικά ερωτήματα υποσκιάζονται από κούφιες νεοδημοκρατικές ρητορικές. Κόμματα του αστικού χώρου, είπατε;