Στόχος μας είναι, αφενός να επουλώσουμε τις πληγές που άνοιξαν στην κοινωνία η ανεργία και η φτώχεια και, αφετέρου, να βάλουμε την οικονομία σε τροχιά δίκαιης ανάπτυξης, αναφέρει η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας Ράνια Αντωνοπούλου σε άρθρο της που δημοσιεύεται στην «Αυγή της Κυριακής».
Παρατίθεται από απόσπασμα:
Για την αξιωματική αντιπολίτευση και τους συνοδοιπόρους της, η ελαχιστοποίηση του εργατικού κόστους είναι απαραίτητη για την οικονομία διότι, όπως υποστηρίζουν, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για αβασάνιστη υιοθέτηση των θέσεων που εκφράζουν από την αρχή της κρίσης οι δανειστές, αγνοώντας το γεγονός ότι η εμμονή στη λιτότητα βλάπτει σοβαρά τα νοικοκυριά, αλλά και συνολικά την οικονομία. Η μείωση μισθών και η απότομη πτώση της καταναλωτικής ζήτησης οδήγησαν σε λουκέτα χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε αύξηση της ανεργίας, ενώ οι ευέλικτες μορφές εργασίας μείωσαν αισθητά τα έσοδα του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων.
Η κυβέρνησή μας έχει διαφορετική άποψη. Για εμάς, δεν υφίσταται ανάπτυξη και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, χωρίς τη δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας και δίκαιη εισοδηματική κατανομή. Η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων δεν εξαρτάται μόνο από τους μισθούς, εξαρτάται από το συνολικό κόστος παραγωγής (δανεισμός, ενεργειακό κόστος, μεταφορικά κ.ά), αλλά και από τη ζήτηση που υπάρχει. Αν δεν υπάρχει κατανάλωση, όσο και αν μειωθεί το εργασιακό κόστος, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν θα ανακάμψουν. Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν θα ωφελήσει μόνο τους εργαζόμενους αλλά και την ίδια την οικονομία. Υπό αυτό το πρίσμα, η υπεράσπιση των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας και η ενίσχυση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων συνιστούν την προμετωπίδα των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης και αυτό καθιστά τη σημερινή κυβέρνηση διαφορετική σε σχέση με τους προκατόχους της.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. προσπαθεί εμπράκτως να βάλει φρένο στην ανεργία και τη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, να κατανείμει με δίκαιο τρόπο τα βάρη της δημοσιονομικής προσαρμογής, να επαναφέρει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και να βάλει σε στέρεες βάσεις τη διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Σε αυτήν την προσπάθεια, δεν βρισκόμαστε μόνο αντιμέτωποι με τις εμμονές και τις ιδεοληπτικές απαιτήσεις των θεσμών, που επιδιώκουν να κρατούν εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου τους εργαζόμενους στην Ελλάδα. Απέναντί μας έχουμε και την καταστροφολογική ρητορική της αντιπολίτευσης και των Μέσων Ενημέρωσης, που επιχειρούν να χρεώσουν στη σημερινή κυβέρνηση τις περικοπές μισθών και συντάξεων, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την αύξηση της ανεργίας, την υπερφορολόγηση και την απώλεια του ΑΕΠ. Κινδυνολογούν και υποκρίνονται ασύστολα.
Την τελευταία διετία οι οικονομικοί δείκτες βελτιώθηκαν. Οι παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία το α’ 9μηνο του 2016 αυξήθηκαν κατά 2,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο 9μηνο του 2015. Την ίδια περίοδο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις υπερ-τριπλασιάστηκαν, καθώς από 703,3 εκατομμύρια ευρώ ανήλθαν σε 2,313 δισ. ευρώ. Σε σύγκριση με το 2014, έτος success story, η αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων είναι της τάξης του 43%. Οι δε δείκτες οικονομικού κλίματος, επιχειρηματικών προσδοκιών και ΡΜΙ, το γ’ τρίμηνο 2016 σημείωσαν, σε ετήσια βάση, άνοδο 9-12 μονάδων.
Η αναστροφή της συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης απαιτεί χρόνο. Ωστόσο, η ζήτηση θα μπορούσε να αυξηθεί μέσω της διεύρυνσης της καταναλωτικής βάσης. Στην Ελλάδα, 7 στους 10 ανέργους είναι μακροχρόνια άνεργοι. Τα ανασχεδιασμένα προγράμματα του υπουργείου Εργασίας και του ΟΑΕΔ αποσκοπούν στην ενεργοποίηση των μακροχρόνια ανέργων, προσφέροντάς τους εργασία και στοιχειώδη αγοραστική δύναμη. Από τις αρχές του 2015 μέχρι σήμερα δημιουργήθηκαν περισσότερες από 200.000 θέσεις εργασίας. Για εμάς, όμως, το ζητούμενο δεν είναι μόνο η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και τι είδους θα είναι αυτές.
Η προώθηση της πλήρους απασχόλησης βρίσκεται στον πυρήνα της φιλοσοφίας των προγραμμάτων απασχόλησης που υλοποιούμε. Υποστηρίζουμε το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος σε επιχειρήσεις που δημιουργούν θέσεις πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Την πλήρη απασχόληση σηματοδοτούν και τα νέα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, 8μηνης διάρκειας, με πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα, στους δήμους της χώρας, για συνολικά 42.000 ανέργους, κυρίως μακροχρόνια ανέργους. Η υποστήριξη των ανέργων γίνεται επίσης με προγράμματα που εμπεριέχουν ένα μείγμα δράσεων συμβουλευτικής υποστήριξης, εγγυημένης απασχόλησης και στοχευμένης επαγγελματικής κατάρτισης, ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν με μεγαλύτερες αξιώσεις μια αξιοπρεπή θέση εργασίας καθώς η οικονομία ανακάμπτει.
Την αξιοπρεπή εργασία προάγει και η ανάπτυξη της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, όπως δρομολογείται με την πρόσφατη θέσπιση του Ν. 4430/2016. Η Κοινωνική Οικονομία αποτελεί προνομιακό φορέα παραγωγικής ανασυγκρότησης, ιδιαίτερα στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, καθώς έχει αποδείξει ότι μπορεί να κινητοποιεί οικονομικούς και κοινωνικούς πόρους με μεγάλη αποδοτικότητα, όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη παραγωγικού ιστού.
Για πρώτη φορά τα προγράμματα απασχόλησης σχεδιάζονται με βάση τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας και αυτό συμβαίνει χάρη στην ολοκλήρωση του Μηχανισμού Διάγνωσης Αναγκών της Αγοράς Εργασίας. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο θα έπρεπε να είχε περατωθεί στην προηγούμενη προγραμματική περίοδο 2007-2013. Μέσα σε 7 μήνες καταφέραμε αυτό που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν καταφέρει σε 7 χρόνια. Δημιουργήσαμε ένα θεσμοθετημένο και φερέγγυο σύστημα διάγνωσης αναγκών, το οποίο μπορεί να «ακούει» την αγορά και να συλλέγει πραγματικά δεδομένα για τις ειδικότητες και τους κλάδους με προοπτική ανάπτυξης και δημιουργίας απασχόλησης. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούν οι ελληνικές επιχειρήσεις να αντλήσουν προσωπικό, ειδικά νέους και νέες με υψηλά προσόντα και δεξιότητες, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια αναζητούν επαγγελματική αποκατάσταση σε χώρες του εξωτερικού.
Τα δύο τελευταία χρόνια η ανεργία μειώνεται αργά αλλά σταθερά. Το ποσοστό της ανεργίας από 25,9%, που ήταν τον Ιανουάριο του 2015, σήμερα βρίσκεται στο 22,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο τους έτους. Εμείς και θέλουμε και μπορούμε. Γι’ αυτό κοιτάμε μπροστά, και προχωράμε. Χωρίς δισταγμούς.