Τα τελευταία χρόνια στον πολιτικό διάλογο κυριαρχεί έντονα η λέξη «λαϊκισμός». Το Μείζον Ελληνικό Λεξικό του Φυτράκη στο λήμμα «λαϊκισμός» αναφέρει κατά λέξη, «η επιφανειακή μίμηση λαϊκών προτύπων/ πολιτική πρακτική που αποσκοπεί στον προσπορισμό πολιτικού οφέλους με προγράμματα και ενέργειες που φορτίζουν συναισθηματικά έναν λαό και ακυρώνουν την κριτική και τον έλεγχο». Η ιστορικότητα της λέξης ωστόσο, κρατά από τα τέλη του 19ου αιώνα στις Η.Π.Α. και τη διαμαρτυρία των αγροτών για τη μονοπωλιακή δύναμη των τραπεζών και των σιδηροδρόμων.
Σε περιόδους κρίσης πάντα υπήρχε μια έξαρση της χρήσης της λέξης ως κατηγορία των ελίτ προς μέρη του πληθυσμού που επιθυμούσαν, δίκαια ή άδικα, την ανατροπή του status quo. Έτσι και η παρούσα κρίση επανέφερε έντονα τη χρήση της λέξης τόσο στον ελληνικό πολιτικό διάλογο όσο και στο διεθνή. Ιδιαίτερα μετά την ανατροπή του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα μετά το 2012, και αντιστοίχως στην Ευρώπη με την άνοδο πολιτικών οντοτήτων είτε δεξιάς, ακροδεξιάς ή και αριστερής απόχρωσης. Άλλοτε η λέξη χρησιμοποιήθηκε με δίκαιους όρους (παραδείγματα τύπου εθνοσωτήρων που χαρίζουν δισεκατομμύρια) και άλλοτε ίσως άδικα χαρακτηρίζοντας ολόκληρους λαούς.
Το φαινόμενο και η χρήση της έννοιας του λαϊκισμού εντάθηκε ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες μέσω του Βρετανικού δημοψηφίσματος και την επικράτηση του Brexit, και αντιστοίχως με τις εκλογές στις Η.Π.Α και την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ. Η έκφραση, «επικράτησε ο λαϊκισμός» πλημμύρισε τον πολιτικό διάλογο έπειτα από τα δύο αποτελέσματα σε Βρετανία και Η.Π.Α. Η συντριπτική πλειοψηφία των μέσω ενημέρωσης και των πολιτικών κομμάτων απεδέχθησαν με κατήφεια το δημοκρατικό αποτέλεσμα. Ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με τους νικητές των δυο εκλογικών αναμετρήσεων (προσωπικά διαφωνώ φύση και θέση) η φιλελεύθερη δημοκρατία στηρίζεται στην αποδοχή του αποτελέσματος των δημοκρατικών διαδικασιών και πάνω σε αυτές μαθαίνει να συντηρείται και να προσαρμόζεται.
Υπό αυτό το πρίσμα, η έκφραση που αναδύθηκε, «επικράτησε ο λαϊκισμός», δήλωνε υπόρρητα τη μη πλήρη αποδοχή του δημοκρατικού αποτελέσματος καθότι επικράτησε η αντίθετη από τη δική μας άποψη. Μάλιστα η καθεστηκυία ελίτ, από πολιτικές οντότητες μέχρι ΜΜΕ, έφτασε στο επίπεδο της ύβρεως θεωρώντας ότι οι ψηφοφόροι των νικητών ήταν άβουλοι και αμόρφωτοι άνθρωποι. Δηλαδή η πλειοψηφία του πληθυσμού δύο εκ των ισχυρότερων χωρών, των Η.Π.Α και τις Βρετανίας, χαρακτηρίστηκε ως άβουλος, άμυαλος και αμόρφωτος. Χρησιμοποιώντας το αλήστου μνήμης επιχείρημα, ότι δε γνωρίζουν και δε μπορούν να μάθουν την πραγματική αλήθεια που μόνο εμείς γνωρίζουμε.
Στον αντίποδα όμως του λαϊκισμού υπάρχει, ο αντι-λαϊκισμός. Άλλωστε η κατηγορία κάποιου ως «λαϊκιστή» προέρχεται από κάποιον άλλον ο οποίος διατείνεται ότι είναι «αντι-λαϊκιστής» έχοντας την πεποίθηση ότι κατέχει τη μοναδική αλήθεια. Η ανωτέρω έκφραση της μοναδική αλήθειας, η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον τελευταία στην εγχώρια πολιτική σκηνή, απορρέει από αυτούς που διατείνονται ως αντι-λαϊκιστές. Ωστόσο, η πεποίθηση ενός ανθρώπου ότι είναι ο γνώστης, ο αληθινός, ο ορθόδοξος, κρύβει είτε μια έντονη μεγαλομανία, είτε ένα βαθύ λαϊκισμό μέσω του οποίου προσπαθεί να προσποριστεί ίδιον όφελος.
Ταυτόχρονα η πεποίθηση γνώσης και κτήσης της μοναδική αλήθειας, είναι κατάσταση Τ.Ι.Ν.Α (there is no alternative), γεγονός που αποτελεί ξεκάθαρο δείγμα ολοκληρωτισμού.
Η υπόρρητη αυτή αντίδραση των ελίτ στα δύο εκλογικά αποτελέσματα που δεν μας άρεσαν (βάζω και τον εαυτό μου εντός) μου φέρνει θύμησες από τον Φράνσις Φουκουγιάμα και το βιβλίο του «Το τέλος της ιστορίας» με το οποίο πάντα διαφωνούσα. Ο Φουκουγιάμα διατείνονταν ότι η νεοφιλελεύθερη θεώρηση είναι το τελευταίο σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, και η οικονομία της φιλελεύθερης αγοράς είναι αυτή που αρμόζει και αποτελεί δογματικά τη μοναδική ιδανική λύση για τις δημοκρατικές κοινωνίες, δείχνοντας μια υπερβάλλουσα αλαζονεία. Μια ανάλογη αλαζονεία δείχνει η σημερινή ελίτ που χρησιμοποιεί κατά κόρον την κατηγορία του λαϊκισμού σε ό,τι είναι ενάντια στη δική της πεποίθηση προσπαθώντας να απονομιμοποιήσει τα επιχειρήματα της αντίπαλη πλευράς.
Ο χαρακτηρισμός οποιασδήποτε αντίρροπης θέσης με τη δική μας ως λαϊκίστικης, με την έννοια ότι η θέση του συνομιλητή μας δεν στηρίζεται στην επιστημονική αλήθεια που μόνο εμείς κατέχουμε, και αμφισβητεί την αυθεντία μας, αποτελεί όχι το «Τέλος της Ιστορίας» αλλά το τέλος της πολιτικής, του δημοκρατικού διαλόγου και κατ΄ επέκταση της ίδια της δημοκρατίας.
Το δυστύχημα είναι ότι κατά κόρον αυτό συντελείται από ανθρώπους οι οποίοι βαυκαλίζονται ότι είναι εκφραστές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υπό αυτές τις συνθήκες επίσης προωθείται μια ευρύτερη απολίτικη θεωρία η οποία κατακρεουργεί την πολιτική επιστήμη στο όνομα της μοναδικής αλήθειας που έχει καταστήσει και εγκαθιδρύσει η καθεστηκυία ελίτ, καθώς ο αντιλαϊκισμός μετουσιώνεται στον αρνητή του πολιτικού διαλόγου. Η πολιτική εν τη γενέσει της αποτελεί συνέργεια και αντιπαράθεση διαφορετικών απόψεων στα πλαίσια του πολιτισμένου διαλόγου. Όταν η μια πλευρά φτάνει να πιστεύει, δογματικά και χωρίς καμία υπόνοια του Αριστοτελικού μέτρου ότι κατέχει τη μοναδική αλήθεια και θεωρώντας οποιαδήποτε διχογνωμία ως λαϊκίστικη ή κατηγορώντας την αντίθετη πολιτική άποψη ως ψέμα, τότε δεν υφίσταται η πολιτική.
Ο Νικόλαος Σεβαστάκης στο εξαιρετικό βιβλίο του μαζί με τον Γιάννη Σταυρακάκη «Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση», μέλη αμφότεροι του Παρατηρητηρίου του Α.Π.Θ για τον λαϊκιστικό λόγο και τη δημοκρατία Populismus, αναφέρει ότι ο αντι-λαϊκισμός καθώς χάνει τον ριζοσπαστισμό του κατηγορεί ως λαϊκισμό οποιαδήποτε λαϊκή διεκδίκηση, εργατικά δικαιώματα και τοπικές διαμαρτυρίες, ενώ ταυτοχρόνως επιρρίπτει σε αυτές τις διεκδικήσεις την ευθύνη της κρίσης.
Ταυτόχρονα, οι πολιτικές δυνάμεις που διατείνονται ως «αντιλαϊκιστικές» ομογενοποιούν τις λοιπές απόψεις υπό το πρίσμα του λαϊκισμού ενδυναμώνοντας την απονομιμοποίηση πολιτικών επιχειρημάτων. Υπάρχουν σήμερα ρεύματα και πολιτικές οντότητες οι οποίες απορρίπτουν πολίτες, όπως το ακροδεξιό κύμα που αναδύεται συνεχώς στην Ευρώπη, απορρίπτοντας τη διαφορετικότητα, όπως μετανάστες και ομοφυλόφιλούς. Υπάρχουν όμως και πολιτικά ρεύματα, οντότητες, κοινωνικές ομάδες, οι οποίες διεκδικούν μια διαφορετική δόμηση της κοινωνίας και της οικονομίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τις ελίτ ως «λαϊκίστικα» για το λόγω ότι αμφισβητούν με δημοκρατικά μέσα την κυριαρχία της.
Κλείνοντας, είναι δεδομένο ότι τα όρια του λαϊκισμού είναι δυσδιάκριτα. Η ομογενοποίηση και η προσπάθεια απονομιμοποίησης του συνομιλητή με τον αθέμιτο τρόπο που υπαγορεύεται από το αντιλαϊκιστικό ρεύμα θυμίζει ολοκληρωτικές πρακτικές. Αντίστοιχα μέρη των πολιτικών χώρων που χαρακτηρίζονται ως λαϊκιστικά, φτάνουν να απορρίπτουν ανθρώπους, γεγονός που αποτελεί την επιτομή του ολοκληρωτισμού. Η προαγωγή λοιπόν του πολιτικού διαλόγου θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί μέσω του Αριστοτελικού μέσου για τον εαυτό μας και για τον συνομιλητή μας και όχι μιας κατάστασης ΤΙΝΑ.