Του Θανάση Νικολαΐδη
ΤΟΣΕΣ ελπίδες θέριεψαν καθώς πάνω στα βράχια
σαν ανεμώνη άνθισες, μα ήρθε ξεροβόρι.
Χριστέ, αλλάξαμε στρατί, στην καταχνιά, στ’ αγιάζι.
Χριστέ, Σου ξεστολίσαμε τη φτωχική τη φάτνη.
ΜΕΣΣΙΑ αμεσουράνητε, θεόσταλτε Σωτήρα,
δροσιά του ανθού και αυγερινέ, ξεδιψαστή οδοιπόρου,
βασιλικού ακροβλάσταρο κι αντίδωρο Θεού,
να μου’ δειχνε και μένανε της Βηθλεέμ τ’ αστέρι
προσκυνητάρι μακρινό, το φτωχικό καλύβι
και δώρο την αγάπη μου αντί χρυσό και σμύρνα
να Σου’ φερνα γονατιστός, Θεέ μου, βασιλιά μου.
ΔΙΠΛΑ σου πόσο θα’ θελα να γεννηθώ, Χριστέ μου
και της γεννήτρας Παναγιάς να’ χα κι εγώ το χάδι.
Λίκνο το λίκνο Σου, Χριστέ, μα κι ο σταυρός σταυρός μου.
Στα μέρη τ’ αγιόβατα μαζί να περπατούσα
και μια του φωτοστέφανου να μ’ άγγιζε ακτίνα.
ΝΑ μου’ φερνε την Άνοιξη, το φως και τη γαλήνη,
στης Άγιας το ξημέρωμα Νύχτας των Χριστουγέννων.
Και με το γλυκαπάντημα, νιογέννητε Χριστέ μου,
μαζί ζωής ξεκίνημα καινούριο ν’ αρχινούσα
μ’ όλης της Γης τους ταπεινούς, δύστυχους, κολασμένους.
ΒΑΡΚΑΡΗΣ μας στις τρικυμιές, μ’ αστροφεγγιά, με νέφη
και βάλσαμο τα λόγια Σου ν’ αγγίζαν τις ψυχές μας.
Να γαληνεύαν’ οι καρδιές, να θέριευαν οι ελπίδες
για μια ζωή χαρούμενη, παντοτινή κι αιώνια.
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου