Η υψηλή φορολόγηση υπονομεύει την ανάπτυξη

Άρθρο Ντόρας Μπακογιάννη στην Καθημερινή της Κυριακής (1.1.2017)

Ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν έλεγε πως όταν η οικονομία συγκρούεται με την πολιτική, το αποτέλεσμα συνήθως δεν είναι ευχάριστο. Φοβάμαι ότι το άρθρο του υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Παπαδημητρίου στην  «Καθημερινή» (Σάββατο, 24.12.2016) επιβεβαιώνει την παραπάνω ρήση, καθώς καίτοι οικονομολόγος ο ίδιος, επιτρέπει σε έναν παρωχημένο ιδεολογικό λόγο να υποκαταστήσει την οικονομική λογική.

Ο υπουργός καταβάλλει στο κείμενό του φιλότιμη προσπάθεια να αποσυνδέσει το επίπεδο της εταιρικής φορολόγησης από τους ρυθμούς ανάπτυξης μιας οικονομίας, κάτι όμως που δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία, επικαλούμενος τη φυσιολογική υποχώρηση των ευρωπαϊκών επενδύσεων σε μια περίοδο αναιμικής ανάπτυξης λόγω της κρίσης (2009-2015). Σε αυτό, λοιπόν, κρίνω σκόπιμο να καταθέσω τις ενστάσεις μου.

Αντίθετα με τους ισχυρισμούς του υπουργού, οι διαθέσιμες εμπειρικές μελέτες επιβεβαιώνουν την αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στην αύξηση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών και στα επίπεδα απασχόλησης και αμοιβών των εργαζομένων. Σε σχετικά πρόσφατη μελέτη του Federal Reserve (Alexander Ljungqvist and Michael Smolyansky, «To Cut or Not to Cut? On the Impact of Corporate Taxes on Employment and Income»), ανάμεσα σε 45 πολιτείες την περίοδο 1970-2010, υπολογίζεται ότι αύξηση στους φορολογικούς συντελεστές κατά μία ποσοστιαία μονάδα οδηγεί σε απώλεια 0,3%-0,5% της απασχόλησης και 0,3%-0,6% των αμοιβών. Και αντίστροφα, μείωση μιας ποσοστιαίας μονάδας των φορολογικών συντελεστών σε περιόδους ύφεσης (όπως η ελληνική) οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης κατά 0,6% και 1% αύξηση των αμοιβών.

Φαντάζομαι, ωστόσο, ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον υπουργό στο ότι η ανταγωνιστικότητα μιας εθνικής οικονομίας είναι αναγκαία συνθήκη για την προσέλκυση επενδύσεων. Ομως, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες εκθέσεις, η Ελλάδα υποχωρεί σταθερά σε όλους σχεδόν τους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Έτσι, σύμφωνα με την Έκθεση Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum), η Ελλάδα κατατάσσεται στην 86η θέση από την 81η πέρυσι σε σύνολο 138 χωρών και μάλιστα κινείται πτωτικά για πρώτη φορά μετά το 2013.

Σύμφωνα με την Executive Opinion Survey 2016 του ίδιου οργανισμού, οι δύο πρώτοι παράγοντες με αυξημένο ειδικό βάρος για την επιχειρηματικότητα είναι η πολιτική σταθερότητα και οι φορολογικοί συντελεστές. Ως προς τη σταθερότητα του πολιτικού περιβάλλοντος δεν χρειάζεται να καταβάλει κάποιος ιδιαίτερη προσπάθεια, προκειμένου να καταδείξει τις καταστροφικές συνέπειες των τυχοδιωκτικών χειρισμών της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-AΝΕΛ, που θέτουν υπό αμφισβήτηση όχι μόνο τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά ακόμη και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας (αναμενόμενα, λοιπόν, η Ελλάδα τοποθετείται στην 131η θέση της σχετικής λίστας).

Σε ό,τι αφορά, δε, το φορολογικό περιβάλλον, περιορίζομαι να επισημάνω ότι η Ελλάδα αυξάνει τους εταιρικούς συντελεστές, σε μία περίοδο που σχεδόν όλα τα άλλα ευρωπαϊκά (και όχι μόνο) κράτη τους μειώνουν. Η βάση δεδομένων της KPMG για το 2015 (την οποία χρησιμοποιεί ο υπουργός στο άρθρο του) μας πληροφορεί επίσης πως την τελευταία οκταετία ανάμεσα σε 107 κράτη μόλις δώδεκα αύξησαν τους φορολογικούς τους συντελεστές.

Θα συμφωνήσω, επίσης, ότι η προσέλκυση επενδύσεων δεν επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω της φορολογικής πολιτικής αλλά απαιτεί ένα φιλικό προς αυτές περιβάλλον, όπου η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση είναι ένας μόνο από αυτούς. Απαιτείται ένα «αναπτυξιακό σοκ» που θα κινητοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και ταυτόχρονα θα δείξει στις διεθνείς αγορές ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να αφήσει πίσω της τις στρεβλώσεις του εγχώριου μοντέλου ανάπτυξης. Σε αυτό, όμως, η κυβέρνηση αποτυγχάνει παταγωδώς. Οι ιδιωτικοποιήσεις βαλτώνουν, η ρευστότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι πρακτικά ανύπαρκτη, το ΕΣΠΑ, του οποίου προΐσταται ο υπουργός, παραμένει ουσιαστικά ανενεργό, καθώς εισερχόμαστε στον τέταρτο χρόνο της τυπικής έναρξής του, ενώ και το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων υπονομεύει κάθε αναπτυξιακή προοπτική. Συνακόλουθα, η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να αναλάβει την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων που καλείται να εφαρμόσει αλλά ούτε και να προωθήσει δικές της. Άλλωστε, το εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο που θα έπρεπε στο πλαίσιο των μνημονιακών μας υποχρεώσεων να έχει οριστικοποιηθεί από τον προκάτοχο του κυρίου υπουργού, ήδη από τον περασμένο Μάρτιο, ακόμη αναμένεται.

Στην πραγματικότητα, οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται προκειμένου να καλυφθούν οι χαίνουσες «τρύπες» στα δημοσιονομικά της χώρας, καθώς η κυβέρνηση αγωνίζεται να αφήσει το σκέλος των δημοσίων δαπανών απείραχτο. Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει εξαρχής πολιτικά επιλέξει να αφαιμάξει κάθε διαθέσιμο πόρο της οικονομίας, προκειμένου να διασώσει κάποιες από τις πλέον προσοδοθηρικές και πελατειακές όψεις της ελληνικής οικονομίας. Με τη φοροδοτική δυνατότητα των Eλλήνων πολιτών, όμως, να έχει πλέον εξαντληθεί, η κυβέρνηση δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στο αναποτελεσματικό εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής. Απαιτούνται ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας που θα διαμορφώσουν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον με στόχο την ανάληψη φιλόδοξων και μακρόπνοων επενδυτικών πρωτοβουλιών. Δεν μπορούμε πλέον να αγνοούμε την οικονομική λογική, υποθηκεύοντας την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας χάριν των εφήμερων πολιτικών σχεδιασμών μας.

Οι περισσότεροι συμπολίτες μας σήμερα πιστεύουν ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθείται είναι μονόδρομος. Εάν, όμως, είναι απαραίτητο να υπάρξει πολιτική αλλαγή εντός του 2017, είναι ακριβώς διότι η πρόταση της Ν.Δ. είναι ιδεολογικά σε άλλη κατεύθυνση από αυτήν που εφαρμόζεται σήμερα. Η Ν.Δ. βαθύτατα πιστεύει στην άμεση εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων στο κράτος, στη δικαιοσύνη, και, βεβαίως, στην οικονομία. Ο στόχος προσέλκυσης επενδύσεων και η ανταγωνιστικότητα της χώρας είναι για εμάς όρος επιβίωσης της Ελλάδος εντός του ευρώ. Η κατάσταση, για παράδειγμα, που βρίσκεται η επένδυση στο Ελληνικό –15 Ιανουαρίου κινδυνεύει να χαθεί η εγγυητική– οι θεατρινισμοί με την επένδυση του Ελληνικού Χρυσού, οι καθυστερήσεις που υπάρχουν με την Cosco, έστειλαν στους επενδυτές, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ένα μήνυμα ότι η Ελλάδα διαθέτει μια ιδεοληπτική κυβέρνηση, η οποία, παρά την πίεση των δανειστών, δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα και σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης υπονομεύει την επιχειρηματικότητα και ποινικοποιεί το κέρδος.

Η Ν.Δ. και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν πλήρη αίσθηση του χρόνου. Ξέρουμε πολύ καλά ότι η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να χάσει ούτε μία μέρα. Κάθε 24ωρο που περνάει η ανταγωνιστικότητά μας μειώνεται και η οικονομία βυθίζεται βαθύτερα στο τέλμα. Αυτή είναι και η μεγάλη μας διαφορά. Υπάρχει, λοιπόν, άλλος δρόμος.