*Του Γεράσιμου ΜπαλαούραΟ βουλευτής Ηλείας του ΣΥΡΙΖΑ απαντά σημείο προς σημείο στην κριτική που δέχεται (και εξ αριστερών) η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
“Η νέα ανακεφαλαιοποίηση ήταν αχρείαστη”
Από την πρώτη στιγμή η αντιπολίτευση διατείνονταν ότι “η νέα ανακεφαλαιοποίηση ήταν αχρείαστη”. Για κακή της τύχη, όμως, όλοι και όλες πλέον γνωρίζουν πως αν οι τράπεζες δεν υπόκεινταν σε παροιμιώδη κακοδιαχείριση τα προηγούμενα πολλά χρόνια, αν, λόγω αυτής της κακοδιαχείρισης, είχαν αλλάξει οι διοικήσεις τους, αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν συνδέσει τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αν..αν..αν.., τότε ίσως να μην χρειαζόταν νέα ανακεφαλαιοποίηση. Τίποτε από αυτά δε συνέβη, όμως, και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει σε νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Ναι, αλλά “προσέθετε άλλα 25 δις στο δημόσιο χρέος”. Τελικά, το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις και υπολογίζεται ότι το ποσό που θα αντληθεί από τον ESM για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν θα ξεπεράσει τα 6 δις. ευρώ, με αποτέλεσμα να αποφευχθεί η μεγάλη αύξηση του Δημοσίου χρέους.
“Αυτή η ανακεφαλαιοποίηση είναι χειρότερη από τις προηγούμενες”
Η μόνιμη αντιπολιτευτική επωδός θέλει αυτή την ανακεφαλαιοποίηση να είναι η χειρότερη. Δυστυχώς, η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με την αντιπολίτευση για τους εξής λόγους:
1) Οι τράπεζες θα είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες (δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 19% έναντι περίπου 10% σε επίπεδο ΕΕ) με αποτέλεσμα το τραπεζικό σύστημα να μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους καταθέτες που θέλουν να επιστρέψουν τα χρήματά τους.
2) Για πρώτη φορά συνδέθηκε η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα με τη διαμόρφωση ενός συνολικού πλαισίου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να εκμηδενιστεί η πιθανότητα ανάγκης και νέας ανακεφαλαιοποίησης στο μέλλον. Αυτή τη φορά προβλέφθηκε ένα πλέγμα δράσεων για τη βελτίωση της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με τη στενή παρακολούθηση των εποπτικών αρχών και την ενεργή συμμετοχή όλων των αρμόδιων Υπουργείων και φορέων.
3) Η κυβέρνηση διασφάλισε ενεργητικό ρόλο στη λειτουργία των τραπεζών. Ενώ στις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις το ελληνικό δημόσιο, που κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών των τριών σημαντικών τραπεζών, δεν είχε δικαιώματα ψήφου, τώρα αποκτά δικαιώματα ψήφου και μπορεί να ασκεί το ρόλο του. Για πρώτη φορά επίσης η ανακεφαλαιοποίηση συνδέεται με τον έλεγχο των διοικήσεων των τραπεζών, ώστε να αποφευχθούν τα “θαλασσοδάνεια” και η ανεξέλεγκτη διόγκωση των κόκκινων δανείων, που εξαΰλωναν τα κέρδη των ανακεφαλαιοποιήσεων.
4) Η νέα ανακεφαλαιοποίηση έχει σχεδιαστεί με τρόπο που να επιτρέπει την αποπληρωμή του Δημοσίου για τα ποσά που κατέβαλε. Το 25% της δημόσιας συμμετοχής θα έχει τη μορφή κοινών μετοχών και το 75% θα έχει τη μορφή ειδικών ομολογιών, των λεγόμενων CoCos. Οι ομολογίες αυτές θα έχουν υψηλό επιτόκιο (8%), άρα οι τράπεζες θα έχουν ισχυρό κίνητρο να τις εξοφλήσουν, οπότε το Δημόσιο θα πάρει πίσω τα χρήματά του. Αν πάλι μια τράπεζα χρειαστεί τις ειδικές ομολογίες για να βελτιώσει την κεφαλαιακή της επάρκεια, τότε τα CoCos θα μετατραπούν σε κοινές μετοχές με πλήρη δικαιώματα.
“Το δημόσιο ζημιώθηκε”
Μόλις τα πλεονεκτήματα της νέας ανακεφαλαιοποίησης έγιναν γνωστά, η αντιπολίτευση αναπροσάρμοσε την επιχειρηματολογία της. Τώρα, ισχυρίζεται ότι “το τραπεζικό σύστημα ξεπουλήθηκε έναντι 6 δις ευρώ σε ξένους ιδιώτες και το δημόσιο ζημιώθηκε”. Σε ότι αφορά την εκμηδένιση, ουσιαστικά, της τιμής των μετοχών των τραπεζών αυτή οφείλεται σε μια πορεία απαξίωσης του τραπεζικού συστήματος και ευρύτερα της ελληνικής οικονομίας τα χρόνια της κρίσης, καθώς στη μη αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα. Επομένως η απαξίωση των τραπεζικών μετοχών είναι ένα γεγονός το οποίο είχε ήδη συντελεστεί.
Πιο αναλυτικά, αν εξετάσουμε την εξέλιξη των χρηματιστηριακών τιμών των μετοχών των ελληνικών τραπεζών που κατείχε το ΤΧΣ από τον Μάιο 2014 μέχρι και τον Ιούνιο πριν την επιβολή των capital controls, θα διαπιστωθεί ότι η αξία των μετοχών του ΤΧΣ είχε αρχίσει από το 2014 να μειώνεται. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο 2014 ήταν 16,5 δις, τον Δεκέμβριο 2014 μειώθηκε σε 14,3 δις, τον Ιανουάριο 2015 σε 10,9 δις ενώ τον Ιούνιο πριν την επιβολή των capital controls η αξία τους είχε φθάσει σε 6 δις περίπου.
Το μεγάλο ερωτηματικό είναι γιατί τόσο μεγάλη απομείωση της περιουσίας του ΤΧΣ;
Τι έφταιξε και τα 25,5 δις του κόστους της προηγούμενης ανακεφαλαιοποίησης δεν εισπράχθηκαν;
Οι απαντήσεις στα ερωτηματικά αυτά είναι :
1. Οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνεχώς να αυξάνονται, παρά τις συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις, απαξίωσαν τις τράπεζες και αυτό ήταν φανερό από το 2014, που η λογιστική - χρηματιστηριακή τους αξία είχε αρχίσει ήδη να μειώνεται.
2. Οι προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις δεν έλυσαν τα πραγματικά προβλήματα των τραπεζών, που ήταν τα κόκκινα δάνεια, αλλά απλά μετέθεταν συνεχώς το πρόβλημα της αποτελεσματικής διαχείρισής τους.
3. Τα προβλήματα της οικονομίας της χώρας (ανεργία, ύφεση) προκάλεσαν επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας με αποτέλεσμα να προκαλείται μεγαλύτερη απαξίωση των τραπεζών.
4. Επιπλέον, οι προηγούμενες Κυβερνήσεις διαμόρφωσαν τις συνθήκες απαξίωσης της περιουσίας του δημοσίου πρώτα με την αποδοχή της απώλειας των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας (διατήρηση του management από το 10 % των μετόχων και περαιτέρω περιορισμό των δικαιωμάτων ψήφου) και δεύτερον με το χάρισμα των warrants στους ιδιώτες μετόχους.
5. Η έκδοση των δικαιωμάτων επαναγοράς (warrants) και η υποχρεωτική διατήρησή τους για διάστημα 5 χρόνων, στέρησε την ευχέρεια διάθεσής τους όταν οι τιμές των μετοχών ήταν συμφέρουσες. Συγκεκριμένα το διάστημα των 5 χρόνων, που θα έπρεπε να διατηρήσει το ΤΧΣ τις μετοχές, χωρίς να μπορεί να τις διαθέσει, ακόμη και αν είχαν ικανοποιητικές τιμές, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την μη επίτευξη εσόδων, που θα μπορούσαν να μειώσουν το χρέος των 25,5 δις της ανακεφαλαιοποίησης.
Η απάντηση στον ισχυρισμό ότι το ΤΧΣ δεν επέβαλε τη διατήρηση του ποσοστού του ΤΧΣ στις τράπεζες ή έστω ένα μίνιμουμ συμμετοχής (για παράδειγμα 20 ή 25 %), είναι ότι μια τέτοια απαίτηση θα απομάκρυνε τους ιδιώτες επενδυτές με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί το ΤΧΣ με ολόκληρο το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης (περίπου 14,4 δις). Υπήρχε δε η πιθανότητα να είναι και πάνω από αυτό το ποσό επειδή, σύμφωνα με τους κανόνες της DGComp για την κρατική ενίσχυση, θα είχαμε νέα αποτίμηση των τραπεζών που θα δέχονταν την ενίσχυση λόγω resolution.
Όσον αφορά στην επιλογή της διαδικασίας του βιβλίου προσφορών (book building), αυτή ήταν αναγκαία, γιατί δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για τη διαδικασία της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, που επέβαλε τη σύγκληση γενικών συνελεύσεων με προθεσμίες προειδοποίησης και με μεγάλη πιθανότητα να μην προλαβαίναμε να γίνει η ανακεφαλαιοποίηση πριν την 1.1.2016, οπότε θα είχαμε κούρεμα καταθέσεων, που συνεπάγεται κατάρρευση της οικονομίας της χώρας.
Η διαμόρφωση τιμών κατά τη διαδικασία του book building ήταν επίσης κίνητρο για την προσέλκυση επενδυτών για να αποφευχθεί ο κίνδυνος μη κάλυψης των βασικών κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.
Ο κίνδυνος της μη κάλυψης των βασικών κεφαλαιακών αναγκών από την ιδιωτική συμμετοχή ήταν μεγάλος και, αν δεν τον αποφεύγαμε θα είχαμε: α) νέα αποτίμηση με συνέπεια την αύξηση των κεφαλαιακών αναγκών και β) απομάκρυνση των ιδιωτών επενδυτών με αποτέλεσμα την κάλυψη του συνολικού ποσού από το πακέτο των 25 δις, δηλαδή αύξηση του δημοσίου χρέους.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι παρά τις δύσκολες συνθήκες για προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών, είχαμε νέα τοποθέτηση ιδιωτικών κεφαλαίων 5 δις στις τράπεζες, γεγονός που δείχνει την εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης στην σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και της ελληνικής οικονομίας.
Με την έκδοση των Cocos θα πραγματοποιηθούν σημαντικά έσοδα από το κουπόνι που έχει ορισθεί (8%).
Τα ποσοστά συμμετοχής του ελληνικού δημοσίου στις 3 τράπεζες παραμένουν σημαντικά και με την αύξηση των τιμών των μετοχών θα είναι δυνατόν να ανακτηθεί μέρος από την προηγούμενη ζημιά.
Το σημαντικότερο είναι ότι πετύχαμε τη μείωση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης, που είχε εκτιμηθεί αρχικά σε 25 δις και κατά συνέπεια αποφύγαμε την μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους αφού τα ποσά, που θα χρειαστούν υπολογίζεται ότι θα είναι τελικά περίπου 6 δις και αυτό σε χρόνο ρεκόρ, με αποτέλεσμα να αποφύγουμε και το κούρεμα των καταθέσεων.
Μέρος του παλιού κόστους μπορεί να ανακτηθεί μέσα από τα έσοδα από τις ετήσιες πληρωμές και την τελική αποπληρωμή των cocos, καθώς και από την πώληση των κοινών μετοχών αυτής της ανακεφαλαιοποίησης σε μεσοπρόθεσμο διάστημα, όταν θα έχει ανακάμψει η οικονομία και θα έχει αυξηθεί η αξία τους, σε σημαντικά υψηλότερη τιμή από την τιμή απόκτησής τους, με αποτέλεσμα να έχουμε πολλαπλάσια έσοδα.
Σε κάθε περίπτωση, η προσέλκυση νέων ιδιωτικών κεφαλαίων που ξεπερνούν τα 5 δις. ευρώ δείχνει ότι επανέρχεται η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου η νέα ανακεφαλαιοποίηση να είναι και η τελευταία.