Tου Κώστα Βεργόπουλου
Yποτροπιάζει στη χώρα μας η διαμάχη περί εθνικισμού, με οπωσδήποτε...
Yποτροπιάζει στη χώρα μας η διαμάχη περί εθνικισμού, με οπωσδήποτε...
έντονο ιδεολογικό χαρακτήρα, παρά την επίκληση «επιστημονικής» βάσης. Όμως και ο ιδεολογικός χαρακτήρας δεν είναι διακοσμητικός, αλλά συνδέεται με πρακτικές και πολιτικές συνέπειες, που αποκαλύπτουν τα πραγματικά διακυβεύματα της διαμάχης. Το ότι το φαινόμενο του κράτους-έθνους εμφανίσθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο ότι τα έθνη δεν υπήρχαν πριν από αυτή την ημερομηνία. Άλλο ζήτημα το πότε έλαβαν ενιαία κρατική υπόσταση. Εξάλλου, η Ελληνική Επανάσταση, όπως και οι άλλες εθνικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα, δεν μπορεί να εξηγηθεί ως απλό δημιούργημα των διανοούμενων, Ευρωπαίων και Ελλήνων, εάν δεν ληφθεί υπόψη η κινητοποίηση και η ευρεία συμμετοχή των λαϊκών μαζών. Η τελευταία δεν ήταν προϊόν διανοη τικών και συγκυριακών καταστάσεων, αλλά αντιστοιχούσε
οπωσδήποτε σε ένα εξεγερσια κό κλίμα, που είχε ήδη επιβεβαιωθεί πολλές γενιές πριν από τη στιγμή της Επανάστασης. Οι ιδέες του Διαφωτισμού και η πρόσληψή τους από τους Έλληνες οδήγησαν στην επεξεργασία ενός αξιόπιστου εξεγερσιακού προγράμματος, που κατέκτησε την εμπιστοσύνη των υπόδουλων. Όμως, ακόμη και ο Διαφωτισμός δεν ευθύνεται για τη δημιουργία των εθνικών κρατών. Τα τελευταία αποδείχθηκαν προϊόντα των αναγκών και των αντικειμενικών συνθηκών, χωρίς ιδιαίτερη ευθύνη κανενός. Άλλωστε, ούτε ο Ρήγας Φεραίος ούτε η Φιλική Εταιρεία ούτε ο Κοραής φιλοδόξησαν να δημιουργήσουν το εθνικό κρατίδιο του 1828. Αντίθετα, σχεδίαζαν την ανατροπή της οθωμανικής τάξης σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ή τουλάχιστον στα Βαλκάνια, με συμμετοχή όλων των εθνοτήτων της περιοχής. Το ότι τα σχέδιά τους δεν ετελεσφόρησαν και η διαδικασία που επυροδότησαν οδήγησε τελικά στην ίδρυση του εθνικού κρατιδίου ήταν οπωσδήποτε απροσδόκητη κατάληξη, αλλά επιβλήθηκε όχι από συνωμοσία των διανοούμενων, αλλά σε αντίθεση με ό,τι είχαν διανοηθεί. Η Τουρκοκρατία δεν ήταν με τίποτα σύστημα «ειρηνικής συμβίωσης» όλων των εθνοτήτων, αλλά καθεστώς ωμής απολυταρχίας και ασυδοσίας, που βασιζόταν σε απαράδεκτες διακρίσεις μεταξύ των υπηκόων του, με κριτήρια εθνοτικά και θρησκευτικά. Οι μουσουλμάνοι απολάμβαναν φορολογικής ασυλίας, ενώ οι μη μουσουλμάνοι κατέβαλλαν κεφαλικό φόρο, προκειμένου να εξασφαλίζουν το κεφάλι τους. Σχολεία υπήρχαν, αλλά ήσαν ανυπεράσπιστα και εκτεθειμένα, όπως και το διδακτικό προσωπικό και η διδασκόμενη ύλη, στην αυθαιρεσία και τους εκβιασμούς της παραμικρής τοπικής εξουσίας. Το αυτό ίσχυε όσον αφορά τους νεομάρτυρες, που κυνηγήθηκαν απάνθρωπα, παρά την υποτιθέμενη ελευθερία της λατρείας. Η διατήρηση και ανανέωση του ελληνικού πολιτισμού δεν οφείλεται τόσο σε κάποια «παροιμιώδη οθωμανική ανεκτικότητα», η οποία πάντως συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά της αυθαιρεσίας, της ασφυκτικής επιτήρησης και καταστολής, όσο κυρίως στο ανυπότακτο φρόνημα των υποδούλων, στην πεποίθηση της αδικίας που υφίσταντο. Το όραμα της ελευθερίας εισέδυσε στους υπόδουλους, ενώ η άρχουσα οθωμανική τάξη στεγανοποιήθηκε απέναντι σε αυτό. Το οθωμανικό κράτος δεν διαμελίσθηκε επειδή το επεδίωξαν οι Δυνάμεις, αλλά αντίθετα διασώθηκε από αυτές και συντηρήθηκε τεχνητά επί δύο αιώνες, προτού υποκύψει στις διαλυτικές διεργασίες από το εσωτερικό του. Το «Ανατολικό Ζήτημα» στην ευρωπαϊκή διπλωματία δεν ήταν κάποια συνωμοσία εις βάρος του οθωμανικού κράτους, αλλά συμφωνία όλων των Δυνάμεων να προστατεύεται, παρά τη φθορά του, ο «Μεγάλος Ασθενής» και να καταστέλλονται οι εξεγέρσεις των εθνών που τον απειλούσαν.
οπωσδήποτε σε ένα εξεγερσια κό κλίμα, που είχε ήδη επιβεβαιωθεί πολλές γενιές πριν από τη στιγμή της Επανάστασης. Οι ιδέες του Διαφωτισμού και η πρόσληψή τους από τους Έλληνες οδήγησαν στην επεξεργασία ενός αξιόπιστου εξεγερσιακού προγράμματος, που κατέκτησε την εμπιστοσύνη των υπόδουλων. Όμως, ακόμη και ο Διαφωτισμός δεν ευθύνεται για τη δημιουργία των εθνικών κρατών. Τα τελευταία αποδείχθηκαν προϊόντα των αναγκών και των αντικειμενικών συνθηκών, χωρίς ιδιαίτερη ευθύνη κανενός. Άλλωστε, ούτε ο Ρήγας Φεραίος ούτε η Φιλική Εταιρεία ούτε ο Κοραής φιλοδόξησαν να δημιουργήσουν το εθνικό κρατίδιο του 1828. Αντίθετα, σχεδίαζαν την ανατροπή της οθωμανικής τάξης σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ή τουλάχιστον στα Βαλκάνια, με συμμετοχή όλων των εθνοτήτων της περιοχής. Το ότι τα σχέδιά τους δεν ετελεσφόρησαν και η διαδικασία που επυροδότησαν οδήγησε τελικά στην ίδρυση του εθνικού κρατιδίου ήταν οπωσδήποτε απροσδόκητη κατάληξη, αλλά επιβλήθηκε όχι από συνωμοσία των διανοούμενων, αλλά σε αντίθεση με ό,τι είχαν διανοηθεί. Η Τουρκοκρατία δεν ήταν με τίποτα σύστημα «ειρηνικής συμβίωσης» όλων των εθνοτήτων, αλλά καθεστώς ωμής απολυταρχίας και ασυδοσίας, που βασιζόταν σε απαράδεκτες διακρίσεις μεταξύ των υπηκόων του, με κριτήρια εθνοτικά και θρησκευτικά. Οι μουσουλμάνοι απολάμβαναν φορολογικής ασυλίας, ενώ οι μη μουσουλμάνοι κατέβαλλαν κεφαλικό φόρο, προκειμένου να εξασφαλίζουν το κεφάλι τους. Σχολεία υπήρχαν, αλλά ήσαν ανυπεράσπιστα και εκτεθειμένα, όπως και το διδακτικό προσωπικό και η διδασκόμενη ύλη, στην αυθαιρεσία και τους εκβιασμούς της παραμικρής τοπικής εξουσίας. Το αυτό ίσχυε όσον αφορά τους νεομάρτυρες, που κυνηγήθηκαν απάνθρωπα, παρά την υποτιθέμενη ελευθερία της λατρείας. Η διατήρηση και ανανέωση του ελληνικού πολιτισμού δεν οφείλεται τόσο σε κάποια «παροιμιώδη οθωμανική ανεκτικότητα», η οποία πάντως συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά της αυθαιρεσίας, της ασφυκτικής επιτήρησης και καταστολής, όσο κυρίως στο ανυπότακτο φρόνημα των υποδούλων, στην πεποίθηση της αδικίας που υφίσταντο. Το όραμα της ελευθερίας εισέδυσε στους υπόδουλους, ενώ η άρχουσα οθωμανική τάξη στεγανοποιήθηκε απέναντι σε αυτό. Το οθωμανικό κράτος δεν διαμελίσθηκε επειδή το επεδίωξαν οι Δυνάμεις, αλλά αντίθετα διασώθηκε από αυτές και συντηρήθηκε τεχνητά επί δύο αιώνες, προτού υποκύψει στις διαλυτικές διεργασίες από το εσωτερικό του. Το «Ανατολικό Ζήτημα» στην ευρωπαϊκή διπλωματία δεν ήταν κάποια συνωμοσία εις βάρος του οθωμανικού κράτους, αλλά συμφωνία όλων των Δυνάμεων να προστατεύεται, παρά τη φθορά του, ο «Μεγάλος Ασθενής» και να καταστέλλονται οι εξεγέρσεις των εθνών που τον απειλούσαν.
Στην εποχή μας, οι απολογητές της παγκοσμιο ποίησης και των πολυεθνικών επιχειρήσεων δια βάλλουν ως «αναχρονιστικό εθνικισμό» την αντίσταση σε αυτά τα φαινόμενα. Ιδεολογική διαμάχη με πρακτικές όμως συνέπειες. Η έννοια του έθνους βάλλεται, ενώ πραγματικός στόχος είναι η εξουδετέρωση του κράτους, η ματαίωση της δυνατότητος για διαφορετική εναλλακτική πολιτική. «Το έθνος είναι και ήταν πάντοτε μύθος, το κράτος έχει σήμερα ξεπερασθεί από την παγκοσμιοποίηση, όπως επίσης η έννοια της κοινωνίας και της κοινωνικής συνοχής. Κάθε αντίσταση πολιτών είναι αναχρονιστική και συνεπώς περιττή». Κι όμως, με την τρέχουσα παγκόσμια κρίση, ο κύκλος της παγκοσμιοποίησης φαίνεται ότι έκλεισε και οι λύσεις αναζητούνται με την αποκατάσταση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής διαχείρισης σε βάσεις εθνικές, τοπικές και περιφερειακές. Αναχρονιστική είναι σήμερα η πεποίθηση ότι κάποιος αδυσώπητος νόμος της παγκοσμιοποίησης ακυρώνει τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να μεριμνούν για τους πολίτες και για την κοινωνία που τους αντιστοιχεί. Η αναζωπύρωση των ιδεολογικών διαφοροποιήσεων σήμερα αντιστοιχεί όχι στη μέχρι πρόσφατα αναμενόμενη παγκόσμια σύγκλιση, αλλά στη διάψευση αυτής από την πραγματικότητα, που απομακρύνεται ταχύτατα από κάθε δυνατότητα υπερεθνικού ελέγχου. Οι απειλές για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση δεν προέρχονται σήμερα τόσο από τις ιδέες της αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση και τη διεκδίκηση της κοινωνικής συνοχής, όσο κυρίως από τις ιδεολογίες που καλύπτουν τις καταχρήσεις της εξουσίας, που διαλύουν τον κοινωνικό ιστό στο όνομα της διεθνούς ανταγωνιστικότητος και της βαθύτερης ένταξης σε ένα διεθνές περιβάλλον, που σήμερα έχει χάσει κάθε νόημα. Αναχρονισμός σήμερα είναι η υπεράσπιση της παγκοσμιοποίησης εις βάρος των τοπικών ιδιαιτεροτήτων, όχι η αντίσταση σε αυτή. Αναχρονισμός σήμερα είναι η ταπείνωση, η ιδεολογική εξουθένωση και ο ραγιαδισμός του πολίτη, όχι ό,τι συμβάλλει στην αυτοπεποίθηση και στο αίσθημα αξιοπρέπειάς του.
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου