Ομιλία του Γιάννου Γραμματίδη στο Συνέδριο «Η Ώρα της Δημοκρατίας» στην Κομοτηνή

Ομιλία του Γιάννου Γραμματίδη στο Συνέδριο «Η Ώρα της Δημοκρατίας» που οργανώθηκε 8-9/12/2016 από τον Ελληνικό Οργανισμό Πολιτικών Επιστημόνων και τον Ελληνικό Οργανισμό Νέων Πολιτικών Επιστημόνων στην Κομοτηνή. Θέμα της ομιλίας: «Ιδιώτευση: η μαζική αποχή από την εκλογική διαδικασία ως (α) μέσο εξέγερσης, (β) πολιτική αγνοία ή (γ) ένδειξη αδιαφορίας;»

Η «ιδιώτευση» και τα αίτια της είναι πράγματι ένα προκλητικό θέμα που ασφαλώς συνδέεται με την έννοια της δημοκρατίας. Συνδέεται όμως παράλληλα και συγκρίνεται με την έννοια του «ατομικισμού» και καλούμαστε σήμερα να εξετάσουμε τα στοιχεία και των δύο συμπεριφορών κάτω από το πρίσμα της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω στους οργανωτές ότι είναι αδύνατη η ανάλυση των δύο αυτών συμπεριφορών χωρίς αναφορά στις πραγματικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που τις προκαλούν και οι πολιτικές ιδίως συνθήκες έχουν όνομα κα διεύθυνση. Συνεπώς οι κομματικές υπονοήσεις όχι μόνο δεν μπορούν να αποφευχθούν, αλλά αντιθέτως είναι και επιβεβλημένες αρκεί να γίνονται κόσμια και στα πλαίσια ενός γνήσιου πολιτικού πολιτισμού.

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν πρώτα την έννοια του «ατομικισμού» που αποτελεί κατά τον John Ralston Saul στο βιβλίο του «Πολιτισμός χωρίς συνείδηση» έκφραση του φιλελεύθερου στοχασμού και που τονίζει τον σεβασμό της προσωπικότητας του ατόμου και την συνειδητοποίηση του κοινού καλού. Φαντασθείτε μια στροφή στον ατομικισμό που θα επέτρεπε στον πολιτισμό μας να ξεπεράσει την τρέχουσα οικονομική και πολιτική κρίση. Αυτό ίσως θα έπρεπε να είναι ένα ελληνικό όραμα με  απαραίτητη όμως προϋπόθεση την συμβολή της παιδείας απαλλαγμένης από συμπλέγματα κι εξαρτήσεις, μια διαδικασία όχι μόνο μακροχρόνια αλλά και με πολλούς και δύσκολους αν όχι αδύνατους όρους και προϋποθέσεις.

Στον αντίποδα του ατομικισμού βρίσκεται ή «ιδιώτευση» που στην ουσία αποτελεί απομάκρυνση του ατόμου από τις συμμετοχικές διαδικασίες με βλαβερές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο. Έκφραση της ιδιώτευσης αποτελεί και η αποχή από την εκλογική διαδικασία. Επειδή είναι η «ιδιώτευση» στην σύγχρονη και μάλιστα μεταπολιτευτική Ελλάδα το θέμα μας, ας την εξετάσουμε κάτω από τίς επικρατούσες μεταπολιτευτικές συνθήκες για να εντοπίσουμε πρώτιστα τα αίτια που την προκαλούν.

Τα πολιτικά κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα από την Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα βασίσθηκαν σε αυτοσχεδιασμούς ανειδικεύτων κυβερνητικών στελεχών, μελών ενός πολιτικού συστήματος που αποτελούνταν τόσο από παραδοσιακά προ-μεταπολιτευτικά στελέχη όσο κι από νέα που όμως είχαν σημαντική θητεία στους κομματικούς τους μηχανισμούς. Αυτή δυστυχώς ήταν και η μεγαλύτερη ειδίκευση τους. Έτσι, αντί να αναλωθούν στη δημιουργία ενός ευέλικτου κι αποτελεσματικού κράτους, φιλικού στους πολίτες και στην επιχειρηματικότητα τότε που είχαν τη μεγάλη ευκαιρία, αντί να εκπονήσουν ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας ώστε να την καταστήσουν ανταγωνιστική, αντί να απλοποιήσουν και να θωρακίσουν το ασφαλιστικό μας σύστημα και μαζί μ’ αυτό το σύστημα υγείας κι αντί να καθιερώσουν και να υπερασπισθούν αρχές όπως εκείνη της  αριστείας, της δικαιοσύνης, της λογοδοσίας, της ανταποδοτικότητας των φόρων κ.α., αναλώθηκαν κι αναλώνονται σε μια διαδικασία εξασφάλισης της επανεκλογής τους με σκοπό τη διαιώνιση των κομμάτων τους στην εξουσία. Αυτό το επέτυχαν μέσα από την ενίσχυση πελατειακών σχέσεων με τους πολίτες, την διεύρυνση του κράτους και την εισαγωγή της πολυνομίας ώστε να δυσχεραίνονται οι συναλλαγές των πολιτών με το κράτος μέσα σέ εάν πέπλο αοριστίας και νομοθετικών αντιφάσεων που καθιστούν τον πολίτη δέσμιο της «αυθεντικής» ερμηνείας των νόμων από τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης σε σημείο, πολλές φορές, αυτοαναίρεσης των ίδιων των νόμων τόσο στο γράμμα όσο και στο πνεύμα τους. Οι πελατειακές αυτές σχέσεις ενίσχυσαν τη διαπλοκή και τη διαφθορά που έχει στοιχειώσει σήμερα τη χώρα σε βαθμό μεγίστης απώλειας της αξιοπιστίας της. Το επέτυχαν επίσης μέσα από την είσοδο των κομμάτων στα Πανεπιστήμια, στη δημόσια διοίκηση, στο χώρο της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης, ακόμα και στο ίδιο το στράτευμα. Το επέτυχαν, τέλος, μέσα από την άλωση του συνδικαλιστικού κινήματος και την επέκταση του ρόλου του κράτους στην επιχειρηματική διαχείριση του δημόσιου πλούτου των υποδομών της χώρας.

Πέρα από τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής της καταστροφικής πορείας όπως η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η χαμηλή ένταση ανταγωνισμού στις αγορές, η αναποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου τομέα, το μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα και το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα που δεν είναι συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας, υπήρξαν και τα κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματα όπως η δημιουργία ομάδων συμφερόντων, πολιτικών, οικονομικών και συνδικαλιστικών που καθυπόταξαν την έννοια της ατομικής βούλησης στο βωμό της βούλησης της ομάδας όπως την διαμόρφωναν οι εκάστοτε καθοδηγούμενες ηγεσίες τους. Έτσι η ελληνική κοινωνία εγκατέλειψε τον ατομικισμό, που κατά τον Saulαποτελεί τη βάση κάθε είδους πολιτικής ελευθερίας, υιοθετώντας χωρίς να το συνειδητοποιεί τον κορπορατισμό, που υποστηρίζω έντονα όσο μεγαλώνω και μεστώνει η σκέψη μου ότι αποτελεί την σύγχρονη μορφή του ολοκληρωτισμού. Γιατί μήπως δεν αποτελεί μορφή ολοκληρωτισμού η έντεχνη παγίδευση των πολιτών στα πλοκάμια των παραδοσιακών πλέον κομμάτων εξουσίας, ή η αναίρεση των συμφερόντων τους από τις ετεροκινούμενες  δράσεις των συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων, ή η εξάρτηση τους από όποιους επίορκους και διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς σε όλους τους χώρους της οικονομικής και της δημόσιας λειτουργίας; Αποτελεί ή όχι αυτό επίσης παραβίαση θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων;

Έτσι λοιπόν οδηγούμαστε στην αντίδραση μέσα από την ιδιώτευση που εκφράζεται σαν μαζική αποχή από την εκλογική διαδικασία. Ο πολίτης δηλαδή αισθάνεται ότι βρίσκεται παγιδευμένος έξω από τον «δημόσιο χώρο» όπως τον καθορίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης όπου μέσα σε αυτόν δεσπόζουν το μάρκετινγκ, η διαπλοκή, τα μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικές συντεχνίες, τα οικονομικά συμφέροντα, δηλαδή αυτό που αποκαλούμε «ομάδες συμφερόντων». Τότε ο πολίτης αντιδρά γιατί μέσα από την κάλπη καταλαβαίνει τοι διαιωνίζει την ύπαρξη και την παντοδυναμία των ομάδων συμφερόντων. Η ιδιώτευση μέσο εξέγερσης στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αφού η εξέγερση προϋποθέτει οργανωτική βάση και συνέπεια κι αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά της ελληνικής αποχής. Αλλά ακόμα κι αν αποτελούσε μέσο εξέγερσης δεν θα με εύρισκε αντίθετο γιατί θυμάμαι τα λόγια του μεγάλου Καναδού πολιτικού Wilfried Lauriel, ότι δηλαδή «Αυτό που είναι απεχθές...δεν είναι η εξέγερση, αλλά ο δεσποτισμός που οδηγεί στην εξέγερση». Και συνεχίζει «Δεν προκαλούν απέχθεια αυτοί που εξεγείρονται, αλλά εκείνοι οι οποίοι, ενώ απολαμβάνουν την εξουσία, δεν εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους. Ενώ έχουν τη δύναμη να διορθώσουν τα κακώς κείμενα, αρνούνται να ανταποκριθούν στα αιτήματα που τους υποβάλλονται. Είναι εκείνοι οι οποίοι, όταν τους ζητούν ένα καρβέλι ψωμί, πετούν μια πέτρα».  Αποτελεί όμως αποτέλεσμα πολιτικής άγνοιας, εγώ θα το ονόμαζα άγνοια κινδύνου που δεν είναι άγνωστο σαν χαρακτηριστικό του ελληνικού εκλογικού σώματος. Γιατί μπορεί ο Έλληνας πολίτης να θεωρείται «ζώον πολιτικόν», του λείπει όμως η παιδεία που θα μπορούσε να αυξήσει την κριτική του σκέψη και να κατευθύνει την επιλογή του ανάλογα.  Μπορεί επίσης να αποτελεί ένδειξη αδιαφορίας που κι αυτή τελικά είναι αντικοινωνική συμπεριφορά γιατί τα αποτελέσματά της βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο αφού ενισχύουν εκείνα τα πολιτικά κόμματα που ευθύνονται για την προσφυγή των εκλογέων στην ιδιώτευση. Σίγουρα όμως αποτελεί μια τέταρτη περίπτωση, ότι είναι δηλαδή μέσο διαμαρτυρίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Θα ήθελα να ασχοληθώ με αυτήν την περίπτωση. Η πολιτική άγνοια και η αδιαφορία συνιστούν στάση παθητική. Η διαμαρτυρία όμως είναι στάση ενεργητική, επιθετική θα έλεγα, αφού για όλους τους λόγους που προαναφέραμε ο εκλογέας διαμαρτύρεται κατά του πολιτικού συστήματος και στέλνει μήνυμα προς αυτό αλλά και προς το ίδιο το κοινωνικό σύνολο. Σημαίνει ότι ο ίδιος πολίτης καιροφυλακτεί, σταθμίζει, ασκεί κριτική στα πολιτικά κόμματα και η οψέποτε επιστροφή του στην κάλπη αποτελεί τον αστάθμητο παράγοντα πού στοιχειώνει την συμπεριφορά κυρίως των κομμάτων εξουσίας και τις επιλογές τους.  Μου θυμίζει η περίπτωση της διαμαρτυρίας την αντίδραση των πολιτών στο περίφημο βιβλίο του Ζοζέ Σαμαράγκου «Περί φωτίσεως» όπου το 80% του πληθυσμού έριξε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση λευκό στην κάλπη κι ανάγκασε το πολιτικό σύστημα να αντιδράσει, το πως δένε είναι το θέμα μας, το θέμα μας είναι η αντίδραση.

Υπάρχει τάχα ελπίδα; Ελπίδα για μια μεγάλη αλλαγή; Ελπίδα να περάσουμε από την ιδιώτευση στον ατομικισμό; Η απάντηση είναι δυστυχώς όχι. Μπορεί όμως να είναι και ναι εάν οι πολίτες αξιοποιήσουν τις δύο μοναδικές δυνατότητες που τους προσφέρει ο «δημόσιος χώρος» που είναι η εκλογική διαδικασία  και οι εθελοντικές δραστηριότητες. Στις εθελοντικές δραστηριότητες θα θυμίσω ότι εντάσσεται και η δημιουργία δεξαμενών σκέψης, πνευματικών κέντρων και άλλες μορφές κριτικής έκφρασης που μπορούν μέσα από ρόλο παρέμβασης να επηρεάσουν τα πράγματα μέσα στον δημόσιο χώρο. Αυτό είναι βέβαια μια χρονοβόρα διαδικασία, σημαίνει συνεπή αφιέρωση μέρους του προσωπικού μας χρόνου, δέσμευση, αλλά παράγει επίσης αποτελεσματικότητα, ευθύνη και λογοδοσία. Η ανάκτηση αρχών που αποτελούσαν για χιλιάδες χρόνια κλασσικό ελληνικό κεκτημένο είναι επιβεβλημένη. Πρέπει να υπάρξει μια αρχή και μια διαδικασία που να ξαναεμπνεύσει τους πολίτες. Αλλιώς σύντομα θα επαναλάβουμε την ρήση του Χρήστου Γιανναρά Finis Graeciae, η Ελλάδα τελείωσε. Θα είναι δε και κρίμα και τραγικό και μεγάλη τιμωρία για όλους μας αλλά και για τις επόμενες γενιές να επαληθευθεί η ρήση του Πλάτωνα ότι «για όσους δεν ασχολούνται με τα κοινά δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία από το να τους κυβερνούν οι κατώτεροι τους».