Η πρόταση της Τράπεζας Πειραιώς για αγορά της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, διόλου τυχαία «προωθείται» με τόση επιμονή από τα κατεστημένα ΜΜΕ και κύκλους της πολιτικής ελίτ στην Ελλάδα και διεθνώς. Γενικότερα, το πιθανό άνοιγμα της διαδικασίας πώλησης δημοσίων τραπεζών παρουσιάζεται ως μια σχεδόν εθνική ευεργεσία που εν δυνάμει υπερβαίνει και αυτά τα εθνικά σύνορα, προς όφελος του ευρώ συνολικά. Την ίδια στιγμή οι δημόσιες τράπεζες εμφανίζονται από τα ίδια ΜΜΕ ούτε λίγο ούτε πολύ ως προβληματικές ή και σχεδόν καταρρέουσες, από κοινού μάλιστα με κάποιες ΔΕΚΟ προς άγραν και των αντιστοίχων εντυπώσεων.
Άρθρο του Θέμη Τζήμα, μέλους του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ
Όχι τυχαία από την άλλη αποσιωπούνται ή παρουσιάζονται με εντελώς περιθωριακό τρόπο μια σειρά κρισίμων ερωτημάτων: πως θα αγοράσουν ιδιωτικές τράπεζες δημόσιες τράπεζες, δηλαδή δημόσια περιουσία, έχοντας λάβει περί τα 45 δις ευρώ κρατικού χρήματος, υπό τη μορφή άμεσης ενίσχυσης ή εγγυήσεων και περί τα 90 δις. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Με δημόσιο χρήμα ή και εγγυήσεις- του ελληνικού κράτους μάλιστα- θα αγοράσουν δημόσια περιουσία οι ιδιώτες; Εάν πάλι οι ιδιωτικές τράπεζες είχαν χρήματα για εξαγορές γιατί προσέφυγαν στο δημόσιο για στήριξη; Δε θα πρέπει επίσης να εξεταστεί εάν τέτοιου είδους κινήσεις όπως της Τράπεζας Πειραιώς στοχεύουν στο να ανοίξει η διαδικασία πώλησης των δημοσίων τραπεζών, όπου κάποιοι ίσως να παίζουν το ρόλο του «λαγού» προς όφελος άλλων κεφαλαίων, πιθανώς ξένων τραπεζών; Δεν είναι χρήσιμο επιπλέον να αναμένει η κυβέρνηση τα αποτελέσματα των “stress- tests” πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε κίνηση γύρω από οποιαδήποτε προσφορά αγοράς δημοσίων επιχειρήσεων, τραπεζικών ή άλλων, από ιδιωτικές τράπεζες;
Και πάνω από όλα δε θα πρέπει η κυβέρνηση να έχει ως γνώμονα στην πολιτική της τις καταγγελίες αν μη τι άλλο του πρωθυπουργού και των βασικών κοινωνικών φορέων για το πώς οι ιδιωτικές τράπεζες «πνίγουν» τα προγράμματα ενίσχυσης των επιχειρήσεων και περιορίζουν το δανεισμό προς τα νοικοκυριά, προκειμένου να βελτιώσουν τη δική τους κερδοφορία εις βάρος της πραγματικής οικονομίας; Δεν ήταν αυτή η κατάσταση που οδήγησε προεκλογικά την τότε αξιωματική αντιπολίτευση και νυν κυβέρνηση να εξαγγέλλει - και ορθώς- ότι θα εθνικοποιήσει τμήμα του τραπεζικού τομέα προκειμένου να διαθέτει έναν ισχυρό βραχίονα άσκησης πιστωτικής πολιτικής;
Η απάντηση στο γιατί εμφανίζεται μια τέτοια πρόταση της όποιας ιδιωτικής τράπεζας και εν προκειμένω της συγκεκριμένης, σαν «μάνα εξ ουρανού» ενώ αποσιωπώνται τα όποια ερωτήματα εντοπίζεται στη διαδικασία καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που έχει τεθεί σε κίνηση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά- στην πραγματικότητα και ευρύτερα.
Το διεθνές τραπεζικό κεφάλαιο χτυπημένο από την κρίση που προκάλεσε το ίδιο και αδιαφανώς ενισχυμένο από τα χρήματα των φορολογουμένων συγκεντρωποιείται χωρίς καμία αλλαγή στην έως σήμερα κερδοσκοπική και παρασιτική συμπεριφορά του. Αντίθετα, η ολιγοπωλιακή του θέση και ο ασφυκτικός έλεγχός του επί της πραγματικής οικονομίας, καταστάσεις που απετέλεσαν καίριες συνιστώσες για τη βύθιση του παγκόσμιου καπιταλισμού στην κρίση ενισχύονται ακόμα περισσότερο. Συνδυάζονται δε, με μαζική φτωχοποίηση της μισθωτής εργασίας πανευρωπαϊκά και το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, προκειμένου να μπει η Ευρώπη –και οι ΗΠΑ- σε μια καταστροφική εξίσωση προς τα κάτω με τις αναδυόμενες δυνάμεις από πλευράς κόστους εργασίας, ενώ συνεχίζονται και οι απόπειρες νομισματικής εξισορρόπησης.
Στην Ελλάδα η συνταγή αυτή εμπεδώνεται με μια έντονη κοινωνική και οικονομική βιαιότητα, υπό την επιβολή της τρόικα. Η φτωχοποίηση της μισθωτής εργασίας στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, η ανατροπή των βασικότερων κοινωνικών δικαιωμάτων συνολικά και ακόμα εντονότερα για τις νεότερες γενιές, η δραστική συρρίκνωση των αυτοαπασχολουμένων και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών που αναγκαστικά «προλεταριοποιούνται», συνδυάζονται με τη διατήρηση ή και την ενίσχυση του ρόλου των καρτέλ στην αγορά, της παρασιτικής επιχειρηματικότητας, του κερδοσκοπικού ρόλου του τραπεζικού κεφαλαίου και με νέες δυνατότητες του ντόπιου και του ξένου, πολυεθνικού κεφαλαίου για επενδύσεις με κίνητρο τη φθηνή εργασία και τον περιορισμό των εργατικών διεκδικήσεων. Παράλληλα, η επιβαλλόμενη βάσει και των ανωτέρω εσωτερική υποτίμηση, επεκτεινόμενη στις αποτιμήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων και της δημόσιας ακίνητης περιουσίας ετοιμάζει το έδαφος για ευκαιρίες αγοράς προς όφελος λογής πιθανών και απίθανων επενδυτών.
Η παραπάνω πολιτική βεβαίως, γκρεμίζει όλα εκείνα για τα οποία η Ευρώπη υπήρξε σημείο αναφοράς για μια σειρά κρατών και κοινωνιών, μεταξύ των οποίων και η δική μας. Αναδεικνύει δε, την αμηχανία της ελίτ να ανακαλύψει «καινοτόμο» έξοδο από την καπιταλιστική κρίση, εξ ου και χρησιμοποιεί τα χειρότερα στοιχεία από τις αποτυχημένες συνταγές του μεσοπολέμου και των τριών τελευταίων δεκαετιών ολιγαρχικού, παρασιτικού καπιταλισμού- καζίνο. Πολύ πιθανά μάλιστα θα οδηγήσει αργότερα σε ακόμα μεγαλύτερες εντάσεις μεταξύ αντιμαχομένων πόλων και σε προστατευτισμό, με κλιμακούμενες συνέπειες διακρατικά, ενώ στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών θα οδηγήσει σε υποχώρηση της δημοκρατικής αρχής και κοινωνική σύγκρουση.
Συνέπεια της παραπάνω αναδιάρθρωσης είναι η διαμόρφωση μιας νέας κάστας «ολιγαρχών», που θα αναδειχθούν μέσα από τα κοινωνικά συντρίμμια και τη μείωση των αποτιμήσεων που προκαλεί και σωρεύει η κυριαρχία των μονεταριστών και των νεοφιλελεύθερων ελίτ. Στη χώρα μας- και όχι μόνο- είναι πολύ πιθανό να δούμε «σωτήρες» που με όπλο το χρήμα που με διαφόρους τρόπους έλαβαν από το κράτος θα αυτοπαρουσιαστούν σαν νέοι εθνικοί ευεργέτες, την ίδια στιγμή που το εξειδικευμένο προσωπικό και πολλοί νέοι θα παίρνουν το δρόμο της μετανάστευσης, αφήνοντας πίσω μια χώρα που θα ταλανίζεται από τη δημογραφική, κοινωνική, πνευματική, πολιτική, παραγωγική και εν τέλει δημοσιονομική κρίση.
Τα συμπτώματα άλλωστε που αρχίζουμε να βιώνουμε, βίωσαν με τρόπο καταστροφικό, χωρίς ακόμα να έχουν απαλλαγεί από αυτά, οι χώρες της ΝΑ Ευρώπης μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. Και εκεί το προηγούμενο σύστημα είχε φτάσει σε πολλαπλό αδιέξοδο και υπερχρέωση. Είχε καταστεί μη βιώσιμο. Και εκεί οι «μεταρρυθμίσεις» που ξήλωναν όποιο κοινωνικό κεκτημένο υπήρχε και διατηρούσαν ανέγγιχτο το διάχυτο παρασιτισμό, προς όφελος πλέον διαφορετικών συμφερόντων, παρουσιάστηκαν ως μονόδρομος. Η συνέχεια είναι γνωστή. Μια χούφτα επιτήδειοι και διεφθαρμένοι λεηλάτησαν το δημόσιο πλούτο και έχτισαν ένα σύστημα που συνδύαζε την αντιδημοκρατικότητα του προηγούμενου συστήματος, την προκλητική επίδειξη πλούτου και την ανισότητα του προ- προηγούμενου και την ολιγοπωλιακή, παρασιτική δομή των αγορών. Τα χειρότερα δηλαδή στοιχεία τριών συστημάτων.
Οι διαφορές από τη σημερινή Ευρώπη και Ελλάδα είναι πολλές. Όπως όμως και οι ομοιότητες. Η προώθηση μιας όχι και τόσο διαφορετικής πορείας υπό την καθοδήγηση ΕΕ- ΕΚΤ- ΔΝΤ έχει μπει μπροστά στο εσωτερικό και πανευρωπαϊκά. Η ευκολία με την οποία κύκλοι στη χώρα μας προσπαθούν να «χτυπήσουν» κοψοχρονιά δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσια περιουσία, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του μνημονίου για δυνατότητες εκποίησης της τελευταίας δείχνουν την κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση απέναντι σε αυτές τις προσπάθειες οφείλει να πει ένα καθαρό όχι. Ο λαός πρέπει να πει ένα καθαρό όχι. Και η περίπτωση του τραπεζικού τομέα είναι μια καλή αρχή για αυτό το όχι. Η συγκρότηση ισχυρού, δημοσίου τραπεζικού πυλώνα με άλλη νοοτροπία λειτουργίας- αναπτυξιακή και κοινωφελή- και η επιθετική κοινωνικοποίηση τμήματος του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα είναι εφικτές αναγκαιότητες για την παραγωγική ανασυγκρότηση και τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Θα λοιδορηθούν βεβαίως και θα συκοφαντηθούν ως επικίνδυνες για την «αξιοπιστία» της χώρας μας. Η κυβέρνηση θα κατηγορηθεί ως ανεύθυνη και απείθαρχη προς τους πιστωτές μας. Το σταμάτημα όμως της επιβολής μιας νέας ολιγαρχίας ανατολικοευρωπαϊκού τύπου, ξένων και ντόπιων παρασιτικών και μεταπρατικών συμφερόντων- μαζί με το ξήλωμα της ήδη υπάρχουσας φυσικά- αποτελεί αδήριτη ιστορική ανάγκη και υποχρέωση. Αυτό το όχι πρέπει να ειπωθεί και να εφαρμοστεί.
Πηγή tvxs
φωτό: Δημήτρης Θεοδόσης
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου